Ἀπό τά πρῶτα χρόνια τῆς συγγραφικῆς μου δράσης εἶχα ἐπισημάνει ὅτι ἕνα ἀπό τά σοβαρώτερα προβλήματα τῆς Ἑλλάδος εἶναι ἡ ὑπογεννητικότητα.
Μάλιστα σ’ ἕνα ἑξάτομο ἔργο μου πού προοριζόταν ὡς βοήθημα στήν ἔκθεση γιά τούς ὑποψηφίους τῶν ἀνωτάτων σχολῶν εἶχα συμπεριλάβει καί ἕνα δοκίμιο γιά τήν ὑπογεννητικότητα. Ἐκείνη τήν ἐποχή, ὅπως γράφω, σέ κάθε ἑλληνική οἰκογένεια ἀντιστοιχοῦσε 1,2 παιδί. Καί ἐπιλογικά σημείωνα: ἄν δέν ἀλλάξουν τά πρότυπα καί οἱ ἀξίες τῆς ζωῆς, δέν θά περάσει καιρός ὅπου ὁ ἀριθμός τῶν κατ’ ἔτος θνησκόντων θά εἶναι μεγαλύτερος ἀπό τόν ἀριθμό τῶν γεννήσεων.
Καί τό χειρότερο: τό πληθυσμιακό κενό θά τό καλύψει ξένος πληθυσμός, ὁπότε μαζί μέ τήν πληθυσμιακή ἀλλαγή θά ἔχουμε πολλά δυσάρεστα ἐπακόλουθα. Καί ὁ καιρός αὐτός ἦλθε. Στήν πλατεῖα τῆς γειτονιᾶς μου, πού κάποτε ἔπαιζαν δέκα παιδιά, σήμερα δέν βλέπω κανένα, βλέπω μόνο καλά ἀναθρεμμένα σκυλιά. Ἀφορμή γιά νά γράψω τό ἄρθρο αὐτό στάθηκε μιά ἐπιστολή πού ἔγραψε κατά τά ἔτη 1908-1910 στήν ἐφημερίδα «Ἐμπρός» ὁ σπουδαῖος λογοτέχνης μας Ζαχαρίας Παπαντωνίου ὑπό τόν τίτλο «Ἡ στείρωσις τῆς Γαλλίας». Τό ἄρθρο αὐτό συμπεριλήφθηκε μαζί μέ ἄλλα ἄρθρα στό βιβλίο του «Παρισινά Γράμματα» (σ. 98-101).
Τό ἄρθρο ξεκινᾶ μέ τήν ἀκόλουθη διαπίστωση:«Οἱ Γάλλοι δέν κάνουν παιδιά. (…) Τά γύρω ἔθνη γεννοβολοῦν ἀφθόνως. Ἡ Γερμανία, ὁ ἐχθρός της, παιδοποιεῖ χωρίς καμμίαν κούρασιν καί στενοχώριαν. Ἡ Γαλλία στειρεύει εἰς βαθμόν, ὁ ὁποῖος, ὑπό τήν ἔποψιν τοῦ ἐθνικοῦ ἀνταγωνισμοῦ εἶναι αὐτοκτονία. Ὁ Μόλτκε (σημ. ὁ νικητής τῶν Γάλλων στόν πόλεμο τοῦ 1869), κρίνων τήν στασιμότητα τοῦ γαλλικοῦ πληθυσμοῦ ὁμολογεῖ: “Κάθε ἡμέραν ἡ Γαλλία χάνει μίαν μεγάλην μάχην”».
Ἄν λάβουμε ὑπόψη μας πώς ὅ,τι γιά τούς Γάλλους ἦταν ἡ Γερμανία εἶναι γιά μας ἡ Τουρκία, ἀντιλαμβάνεται κανείς τί μπορεῖ νά σκέπτεται ἕνας Τοῦρκος Μόλτκε. Τό 1919 ὁ τουρκικός πληθυσμός Ἀν. Θράκης καί Μικρασίας ἦταν 13 ἑκ. καί ὁ πληθυσμός τῆς Ἑλλάδος ἦταν 7,5 ἑκ. Σήμερα ἐμεῖς μόλις ὑπερβαίνουμε τά 11 ἑκ., ἐνῶ οἱ Τοῦρκοι καλπάζουν γιά νά φθάσουν τά 90 ἑκ. Κανονικά, καί ἐφόσον ἔχουμε ὕπουλους γείτονες στό Βορρᾶ καί συμμάχους ἐχθρικώτερους τῶν ἐχθρῶν μας, θά ἔπρεπε νά ἔχουμε ὀργάνωση πολιτική, κοινωνική, στρατιωτική, τύπου Ἰσραήλ. Κυρίως νά φέρνουμε Ἕλληνες ἀπό ἔξω καί ὄχι νά τούς διώχνουμε πρός τά ἔξω.
Ἄς δοῦμε ὅμως τί γράφει ὁ Παπαντωνίου πρό 110 ἐτῶν γιά τούς Γάλλους. Κατά ἕνα φιλόσοφο, λέγει, οἱ Γάλλοι ἔχασαν τό ἔνστικτο τῆς παιδοποιίας. Κάποτε εἶχαν ὡς κανόνα ζωῆς τό ἀξίωμα, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐκπληρώνει τήν ἀποστολή του «ἄν κάμῃ τρία κεφαλαιώδη πράγματα: δηλαδή νά γράψῃ ἕνα βιβλίον, νά φυτέψῃ ἕνα δένδρον καί νά κάμῃ ἕνα παιδί. Οἱ Γάλλοι εὑρῆκαν πολλά τά καθήκοντα ταῦτα καί τά ἠλάττωσαν. Γράφουν ἕνα βιβλίον εὐκόλως, ἀλλ’ οὔτε δένδρον φυτεύουν, οὔτε παιδιά (γεννοῦν), εὑρίσκουν δέ ὅτι δέν ὑπάρχει κανείς λόγος νά θεωρηθοῦν διά ταῦτα ἐλλιπεῖς». Οἱ λόγοι πού κάνουν τούς Γάλλους νά ἀποφεύγουν τήν τεκνοποιία, κατά τόν Παπαντωνίου, εἶναι πολλοί, καί κατά πρῶτον ἡ ροπή πού ἔχουν οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ὀβελίξ πρός τήν καλοζωία.
«Οἱ σύζυγοι εἶναι ἐνθουσιασμένοι ὅτι ἔχουν ὅλα τά χρήσιμα διά τήν καλοπέρασιν αὐτῶν τῶν δύο καί, ὅσον ἀφορᾶ τό παιδί, δέν αἰσθάνονται τήν ἔλλειψίν του. Τό παιδί τό κατατάσσουν εἰς τά μέσα τῆς κακοπεράσεως. Κατόπιν μαθηματικοῦ ὑπολογισμοῦ, ἐσκέφθησαν ὅτι δέν πρέπει νά τό κάμουν. Διότι ἄν τό κάνουν ἡ περιουσία των θά μοιρασθῇ εἰς τρία, αἱ δαπάναι των θά διπλασιασθοῦν καί θά κακοπεράσουν καί οἱ τρεῖς».
Καί παρακάτω: «Τά πλούσια ἔθνη, ὅπως ἡ Γαλλία, ἐσυνήθισαν νά λογαριάζουν τήν ζωήν ὄχι ὡς φυσικήν καί οἰκονομικήν κατάστασιν».
«Εἰς τόν οἰκονομικόν τομέα, προσθέτει ὁ Παπαντωνίου, πρέπει νά προσθέσωμεν καί ἄλλους λόγους τῆς ἐλαττώσεως τοῦ γαλλικοῦ πληθυσμοῦ. Οἱ περισσότεροι Γάλλοι, ἀφοῦ ἔκοψαν κάθε δεσμόν μέ τήν ἐκκλησίαν, ἀπηλλάγησαν ἑπομένως ἀπό τήν προσταγήν τῆς παιδοποιίας».
Προσθέτει ἀκόμη καί κάτι ἄλλο ὁ Ρουμελιώτης συγγραφέας γιά τούς Γάλλους: «Ἔχουν αὐτοκίνητον διότι τό θεωροῦν φθηνόν· δέν ἔχουν παιδί, διότι τό θεωροῦν ἀκριβόν». Ὅσο γιά μᾶς, ὁ κύριος λόγος, πέρα ἀπό τή διασκέδαση, ἦταν τό πάθος τῆς καριέρας. Εἶχα μαθήτριες σάν τά κρύα νερά, σταδιοδρόμησαν ἐπαγγελματικά ἀλλά στά στερνά τους ἔμειναν, κατά τή φράση τοῦ Παπαδιαμάντη, «μαῦρα κούτσουρα».
Γιά παρηγοριά καί συντροφιά δέν ὑπάρχει κανείς, ἴσως κάποιο σκυλάκι… κανίς!
Δημοκρατία,14.05.2018
.