Στά 1906, κατά τον Μακεδονικό Αγώνα, ο καπετάν Κώστας Γαρέφης από τις Μηλιές του Πηλίου, ακολούθησε τον Κωνσταντίνο Μαζαράκη-Αινιάν και με κέντρο δράσης το Βέρμιο αγωνίστηκε ως υπαρχηγός του σώματος. Όταν η δράση του Κωνσταντίνου Μαζαράκη έγινε γνωστή και το αντάρτικο σώμα του έπρεπε να διαλυθεί ο καπετάν Γαρέφης τον αντικατέστησε και αναλαμβάνει να εκκαθαρίσει την περιοχή της Αλμωπίας από τους Βούλγαρους κομιτατζήδες Λούκα και Καρατάσο.
Την επιτυχία της αποστολής του την πληρώνει με την ίδια του τη ζωή.
Χτυπημένος είτε από εχθρικό είτε από φίλιο χέρι, όπως διασώζει χωρίς βεβαιότητα η προφορική παράδοση, παραδίδει την ψυχή του λίγες μέρες αργότερα μέσα σε φρικτούς πόνους.
Προς τιμήν του το ιστορικό ακριτικό χωριό της περιοχής Τσαρνέσοβο παίρνει το όνομά του και ονομάζεται Γαρέφι.
«Βαριά στενάζουν τά βουνά κι ου ήλιος σκοτεινιάζει
τό δόλιο τό Μορίχοβο καί πάλιν άνταριάζει.
Λαμποκοπούν χρυσά σπαθιά, πέφτουν ντουφέκια άνάρια,
Κώστας Γαρέφης πουλεμάει μ” εξήντα παλληκάρια.
Πού ’ σι, βρέ Λούκα άπιστε, Βούργαρε Καρατάσου;
μέρα καί νύχτα περπατώ δώθι θά νά περάσου
στις νύχτες καί στ’ άπόβραδα, στον λίο καί στό κάμα
δυό χρόνια εχω σέ ζητώ, νά μετρηθοΰμ’ αντάμα.
Δέν εχεις γέροι άρρωστοι σήμερα δώ νά σφάζης,
κι ούτε κορίτσια ντροπαλά καί νικκλησές νά κάψης,
παπάδες γιά νά τυραγνής, άγνά αθώα βρέφη.
Έχεις μπροστά σου σήμερα τόν Κώστα τό Γαρέφη,
άγλήγορο σαν τον άιτό, σάν τό γοργό αέρι.
Τον Καρατάσου έ*σφαξε μέ τό δεξί τό χέρι
βαριά τό Λούκα πλήγωσε, φεύγουν, σκορπούνε όλοι
δειλοί καί άνανδροι εχθροί, μά κάποιο μαύρο βόλι
βρίσκει τ άστήθια τά πλατιά καί σέρνει πληγωμένος
ό βράχος άθεόρατος πέφτει ξεριζωμένος.»
.