Υδρόβιος πολιτισμός 7.500 ετών ήταν ο τίτλος αφιερώματος στο ΒΗΜΑ-Science της 31 Οκτωβρίου 2021, σε άρθρο του Αλκη Γαλδάδα που το τιτλοφορεί με την φράση H ΛΙΜΝΗ ΤΩΝ ΘΗΣΑΥΡΩΝ.
Πέρασαν περίπου 90 χρόνια από τότε που ο αείμνηστος Καθηγητής Κεραμόπουλος έκανε την πρώτη ανακάλυψη μετά την υποχώρηση της στάθμης της λίμνης και την εμφάνιση των πασάλων στην περιοχή Νησί του Δισπηλιού. Αργότερα το 1965 όταν η στάθμη της λίμνης επανυποχώρησε, αποκαλύφθηκαν εκατοντάδες πάσσαλοι, για να φθάσουμε στο 1992 και να ξεκινήσουν οι ανασκαφές του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου υπό τον καθηγητή Χουρμουζιάδη. Σήμερα έρχεται ένας άλλος καθηγητής αρχαιολογίας ο Κωνσταντίνος Κωτσάκης προκειμένου να εντρυφήσει ακόμη περισσότερο στην έρευνα, με νέες γνώσεις, μεθόδους και νέες συνεργασίες με ερευνητικά κέντρα του εξωτερικού, τα οποία ελπίζουμε ότι θα μας διαφωτίσουν ακόμη περισσότερο, προκειμένου να αξιοποιήσουμε αυτή την πολύτιμη ιστορική ανακάλυψη.
Εκείνο όμως που ενδιαφέρει εμάς ως Καστοριανούς είναι να μάθουμε πως και με τι εργαλεία αυτοί οι άνθρωποι επεξεργάζονταν την γουνοφόρο ενδυμασία τους. Οι άνθρωποι της νεολιθικής μάλλον δεν φορούσαν κυρίως ούτε μάλλινα ούτε λινά ούτε συνθετικά. Φορούσαν δέρματα ζώων, με ή χωρίς γούνα, τα οποία επεξεργάζονταν με μια υποτυπώδη επεξεργασία(δέψη) με κάποια εργαλεία πέτρινα ή κοκάλινα τα οποία λογικά θα πρέπει να διασώθηκαν. Το γουναρικό ένδυμα φυσικά ως οικολογικό προϊόν (όπως και το λινό) αλλοιώθηκε και δεν μπορούμε να το έχουμε ως τεκμήριο. Μπορούμε όμως να έχουμε πέτρινα εργαλεία όπως: Πυρόλιθους για να κατασκευάζονται βελόνια, πέτρα για τρόχισμα βελονιών, κοκάλινα βελόνια, κοκάλινο σουφλί, και πολλά άλλα εργαλεία όπως σφονδύλια και αγνύθες από πηλό που βρέθηκαν και σε άλλους παλαιολιθικούς και νεολιθικούς λιμναίους και μη οικισμούς στην Ευρώπη.
Αυτό θα πρέπει λοιπόν να είναι το ενδιαφέρον, όχι μόνο των φορέων της γούνας αλλά όλης της κοινωνίας της Καστοριάς, έτσι ώστε να σταματήσουμε να ζούμε στην άγνοια και να λέμε ότι η γούνα έχει μια ιστορία 500 χρόνων, χωρίς να αφήνουμε ένα ενδεχόμενο ότι ακόμη και η δέψη να έχει ενδεχομένως μια ιστορία χιλιάδων και όχι μόνο εκατοντάδων χρόνων. Εάν μπορέσουμε με τα ευρήματα να τεκμηριώσουμε ένα τέτοιο ενδεχόμενο τότε θα μπορούμε κάλλιστα να στηρίξουμε την άποψη ότι, η σύγχρονη εξέλιξη της γουνοποιίας έχει τις ρίζες της σε μία άλλη εποχή που ξεπερνά όχι μόνο την Βυζαντινή αλλά ακόμη και την Κλασσική και Μυκηναϊκή περίοδο. Αφού οι Έλληνες της Μυκηναϊκής εποχής χρησιμοποιούσαν ολόκληρο το γουνοφόρο δέρμα σαν επανωφόρι, όπως και οι υπόλοιποι λαοί. Αργότερα αναπτύχθηκε η περίφημη αρχαία Ελληνική ενδυμασία η οποία επηρέασε όλο τον Δυτικό πολιτισμό. Λόγω δε του ζεστού κλίματος υποχωρεί σχεδόν εντελώς το γουνοφόρο δέρμα, σαν είδος ενδυμασίας. Οι πιο πλούσιοι χρησιμοποιούσαν τα εισαγόμενα από τους Φοίνικες λινά υφάσματα, τα οποία παραμέρισαν σχεδόν τα μάλλινα.
Οι πιο φτωχές τάξεις, καθώς επίσης και οι σκλάβοι, ήταν αναγκασμένοι εκ των πραγμάτων να αρκούνται στην ενδυμασία από χοντρό και βαρύ γουνοφόρο δέρμα. Στην εποχή του Ομήρου φορούσαν ενδυμασία από γουνοφόρα δέρματα, μόνο οι βοσκοί, οι κυνηγοί και οι πολεμιστές, ή τα χρησιμοποιούσαν στα σπίτια τους για εσωτερική επένδυση και καλλωπισμό.
Αν σκεφθεί κανείς ότι οι αρχαίοι μας πρόγονοι παρουσίαζαν τους θεούς τους, συχνά, με ένα γουνοφόρο δέρμα, π.χ. τον Ηρακλή με το δέρμα του Λέοντος της Νεμέας, τον Διόνυσο και τους ακολούθους του, που φορούσαν την “Νεβρίδα“, ένα κοντό δέρμα από πάνθηρα, ελάφι, αιγόκερο ή αλεπού, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι, η ενδυμασία του γουνοδέρματος έπαιζε ένα σπουδαίο ρόλο στην αρχαία εποχή.
Εκτός αυτού, σε πολλά σημεία στα ποιήματα του Ομήρου, αναφέρονται ήρωες όπως ο Αγαμέμνονας, ο Μενέλαος κ.α. να φορούν δέρματα λιονταριού, λεοπάρδαλης και άλλα.
Από τα ποιήματα του Ησίοδου (7ον π.Χ. αι.) μπορούμε να πάρουμε επίσης πληροφορίες για τις εμπορικές σχέσεις των αρχαίων προγόνων μας και συγκεκριμένα για την χρησιμοποίηση της γούνας. Συμβουλεύει, λοιπόν, ο ποιητής τους συμπολίτες του, όταν έρθει το κρύο να ράψουν με ίνες βοδιού, κατσικίσια δέρματα και να τα φορούν πάνω από τα παπούτσια, να τα δένουν δε μ’ ένα λουρί γύρω από τους γοφούς, το δε κεφάλι να καλύπτουν με ένα πίλο (καπέλο). Θα ήταν παράλειψη εδώ να μην αναφέρουμε τα επαγγέλματα του πελοράφου και του δερματοράφου, που σημαίνει ότι στην γουναρική βιοτεχνία, υπήρχε ήδη από τότε η ειδίκευση κι ο καταμερισμός εργασίας.
Ο Ηρόδοτος στην περιγραφή του για τον Ξέρξη αναφέρει ότι διάφορες φυλές του Περσικού Στρατού φορούσαν ενδυμασίες από δέρματα αλεπούς και κατσίκας.
Στην αρχαία Αθηναϊκή αγορά, μας πληροφορεί ο Αριστοφάνης, ότι οι χωρικοί, συνάμα μι τα γεωργικά τους προϊόντα, έφερναν δέρματα από αλεπούδες, τυφλοπόντικες, βίδρες (ενιδρίδες), κουνάβια, ελάφια, κατσίκες, πρόβατα και σκαντζόχοιρους για τις περικεφαλαίες.
Επομένως η επεξεργασία του γουνοφόρου δέρματος δεν ήταν μόνο προνόμιο της περιοχής μας. Το αξιοπερίεργο είναι πως η επεξεργασία της γούνας άντεξε και διατηρήθηκε στην περιοχή μας και κυρίως στον αστικό ιστό της πόλης της Καστοριάς, μετά την διάλυση της οθωμανικής κυριαρχίας. Εκεί είναι το ζητούμενο και ίσως αυτό να οφείλεται εκτός της εξωστρέφειας,( ήδη από τον 18ο αιώνα) και στην τεχνογνωσία, άλλα ενδεχομένως και σε κάποιους άλλους παράγοντες που έχουν τις ρίζες τους ακόμη και στον Λιμναίο Οικισμό του Δισπηλιού. ΟΨΟΜΕΘΑ.
Επισήμανση: Η επεξεργασία των δερμάτων ξεκίνησε έχοντας ως γνώση και υποδομή οι γουνοποιοί την επεξεργασία των αποκομμάτων. Τα βυρσοδεψία που υπήρχαν εδώ (Ταμπαχανάς) επί Οθωμανοκρατίας δεν φύτρωσαν από το πουθενά. Ίσως υπήρχε τεχνογνωσία από αρχαιοτέρων χρόνων ξεκινώντας γιατί όχι από τον λιμναίο οικισμό. Όλα αυτά είναι υπό διερεύνηση.
Επισήμανση:
Η επεξεργασία των δερμάτων ξεκίνησε έχοντας ως γνώση και υποδομή οι γουνοποιοί την επεξεργασία των αποκομμάτων. Τα βυρσοδεψία που υπήρχαν εδώ (Ταμπαχανάς) επί Οθωμανοκρατίας δεν φύτρωσαν από το πουθενά. Ίσως υπήρχε τεχνογνωσία από αρχαιοτέρων χρόνων ξεκινώντας γιατί όχι από τον λιμναίο οικισμό. Όλα αυτά είναι υπό διερεύνηση.