Φωτο:(Εικονιζόμενες: Κατερίνα Μαραγιάννη, Αλεφαντώ Μόσχω , Τόνια Μπαρμποπούλου, Μαρία Σαγώνα, Ελένη Πολονύφη, Πέπη Πολονύφη και οι μικρές Ιωάννα και Σταυρούλα Χασάπη, μέλη του Συλλόγου Αναβίωσης Απογόνων Σουλιωτών Ναυπακτίας «ΕΠΑΧΤΟΣ»)
Γυναίκες του Σουλίου αποκλείονται από ισχυρή τουρκο-αλβανική δύναμη στην απόκρημνη περιοχή του Ζαλόγγου κατά την εκκένωση του οικισμού τους και αυτοκτονούν πέφτοντας από την κορυφή του γκρεμού.
Το γεγονός έρχεται ως επίλογος μιας μακράς περιόδου μαχών με μικρά διαλείμματα ειρήνης.
Ο Αλή πασάς Τεπελενλί των Ιωαννίνων προσπάθησε πολλές φορές να ελέγξει ή και να καταστρέψει το Σούλι, το συγκρότημα χωριών στις απόκρημνες κορυφές των βραχωδών ορέων της Κεντρικής Ηπείρου αλλά ωρίς αποτέλεσμα.
Το Σούλι κατοικείτο από ικανούς και ολιγάρκεις κατοίκους και κατείχε θέση φύσει οχυρή πάνω σε βουνά γυμνά και γεμάτα από στενά περάσματα και χαράδρες ιδανικές για ενέδρα. Είχε ένα μεινέκτημα: την έλλεψη εφοδίων.
Το 1802, ο Αλή εκμεταλεύτηκε τη διαμάχη Τζαβελαίων και Μποτσαραίων για την πρωτοκαθεδρία στο Σούλι προσεγγίζοντας τον Κίτσο Μπότσαρη υποσχόμενος τη θέση του Φώτου Τζαβέλα. Αποτέλεσμα ήταν να φύγουν κι οι δυο χολωμένοι από το Σούλι αφήνοντάς το ακέφαλο την κρίσιμη ώρα. Καταλαμβάνοντας και το χωριό Αβαρίκο, ο κλοιός γύρω από τα χωριά του Σουλίου έκλεισε κι η πείνα ανάσκασε τον Δεκέμβριο του 1803 τους Σουλιώτες σε διαπραγματεύσεις.
Η συμφωνία με τον Αλή ήταν να παραδοθούν οι Σουλιώτες με όρο να μην τους πειράξει αλλά εγκαταλείποντας τις πατρογονικές εστίες τους.
Το Σούλι δεν έπρεπε να κατοικηθεί ποτέ ξανά για να μην αποτελέσει εστία και παράδειγμα αντίστασης κατά της εξουσίας του Αλή ποτέ στην Ήπειρο. Αρκετοί Σουλιώτες διάλεξαν τη φυγή διαφεύγοντας χωρίς να θέσουν την τύχη τους στη διάθεση του Τεπελενλί. Άλλοι ακολούθησαν το γράμμα της συμφωνίας φεύγοντας με τα όπλα τους υπό την επιτήρηση των στρατιωτών του Αλή.
Μια μικρή ομάδα υπό τον καλόγερο Σαμουήλ κλείστηκε στο Κούγκι και ανατινάχτηκαν μαζί με τους Τούρκους διώκτες τους.
Ο Αλή θεώρησε το γεγονός ως μέγιστη πράξη περιφρόνησης και χρησιμοποιώντας το ως πάτημα διέταξε τους άνδρες του να επιτεθούν και να εξοντώσουν τους ειρηνικά πορευόμενους προς Πάργα και προς Ζάλογγο.
Η ομάδα της Πάργας πολέμησε και κατόρθωσε με θυσίες να διασπάσει τον κλοιό και να φτάσει στην παραθαλάσσια πόλη αλλά οι Πάγιοι φοβούμενοι την οργή του Αλή τους δέχτηκαν προσωρινά. Οι Σουλιώτες κατέφυγαν στην γειτονική Κέρκυρα.
Η ομάδα του Ζαλόγγου δέχτηκε κι αυτή ισχυρή πίεση και αποκλείστηκε πλήρως.
Μια ομάδα διέφυγε ανοίγοντας σάρκινο δρόμο αλλά οι περισσότεροι από τις 100 περίπου οικογένειες έπεσαν από τα τουρκικά και αλβανικά πυρά.
Μια μικρή ομάδα αναφέρεται πως επέλεξε να καταφύγει σε υψηλότερη κορυφή όπου αποκλεισμένη αποφάσισε να πέσει από τα βράχια παρά να υπομείνει τα βασανιστήρια και την ταπείνωση της αιχμαλωσίας.
Η είδηση της αυτοθυσίας των γυναικών που παρέσυραν μαζί και τα παιδιά τους (αναφέρονται από 22 έως 57 που μπορεί να δηλώνουν την διαφορά ενηλίκων και ανηλίκων), τραγική στη φύση της, έγινε γνωστή στους φιλελληνικούς κύκλους της Ευρώπης και προκάλεσε αίσθηση. Ομόριζη είναι και η διήγηση πως οι γυναίκες έδωσαν θάρρος στις καρδιές τους με έναν χορό πριν πηδήξουν στο κενό. Ο χορός του Ζαλόγγου επιβιώνει σαν τραγούδι και χορός στα ελληνικά και στα αλβανικά.
Δύο ρομαντικοί πίνακες του ζωγράφου Ary Scheffer αποτυπώνουν το γεγονός, το οποίο καταγράφηκε από δύο Ευρωπαίους αυτόπτες μάρτυρες: τον Πρώσσο διπλωμάτη στα Ιωάννινα Γιάκομπ Μπάρτολντυ, που αναφέρεται στο γεγονός χωρίς να μιλάει για τον χορό και τον Σουλεϊμάν αγά, αξιωματικό του Αλή Πασά που αφηγήθηκε τα γεγονότα στον εξισλαμισμένο Γάλλο στρατιωτικό στην αυλή του Αλή, Ιμπραήμ Μανσούρ Εφέντι ο οποίος μετέφερε τις εντυπώσεις του αναφέροντας κάτι σαν χορό στην αφήγησή του.