Σάν σήμερα, τό 1911, πέθανε ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης…
«Ἡ γενεαλογία τῆς πολιτικῆς εἶναι συνεχὴς καὶ γνησία κατὰ τοὺς προγόνους. Ἡ ἀργία ἐγέννησε τὴν πενίαν. Ἡ πενία ἔτεκε τὴν πεῖναν. Ἡ πεῖνα παρήγαγε τὴν ὄρεξιν. Ἡ ὄρεξις ἐγέννησε τὴν αὐθαιρεσίαν. Ἡ αὐθαιρεσία ἐγέννησε τὴν ληστείαν. Ἡ ληστεία ἐγέννησε τὴν πολιτικήν. Ἰδοὺ ἡ αὐθεντικὴ καταγωγὴ τοῦ τέρατος τούτου. Τότε καὶ τώρα πάντοτε ἡ αὐτή. Τότε διὰ τῆς βίας, τώρα διὰ τοῦ δόλου καὶ διὰ τῆς… βίας. Πάντοτε ἀμετάβλητοι οἱ σχοινοβάται οὗτοι οἱ Ἀθίγγανοι, οἱ γελωτοποιοὶ οὗτοι πίθηκοι (καλῶ δ’ οὕτω τοὺς λεγομένους πολιτικοὺς). Μαῦροι χαλκεῖς κατασκευάζοντες δεσμὰ διὰ τοὺς λαοὺς ἐν τῇ βαθυζόφῳ σκοτίᾳ τοῦ αἰωνίου ἐργαστηρίου των…» (Βαλέτας, Δ΄, 134)
Αὐτά γράφει ὁ Παπαδιαμάντης στὸ μυθιστόρημα «Ἔμποροι τῶν Ἐθνῶν», ποὺ δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ Μὴ χάνεσαι τοῦ Γαβριηλίδη μεταξὺ τῶν μηνῶν Νοεμβρίου 1882 καὶ Φεβρουαρίου 1883.
Μετὰ ἀπὸ ἕναν τέτοιο στιγματισμό, πῶς ἦταν δυνατὸν νὰ μὴ θεωρηθεῖ ὁ Παπαδιαμάντης ἀπὸ δημοπιθήκους καὶ ψηφοκαπήλους σὰν ἀντιδραστικός; Ἀλλὰ σ’ αὐτὸ ἔγκειται, κατ’ ἐμέ, ἡ βαθιὰ πολιτικὴ συμπεριφορὰ τοῦ Παπαδιαμάντη ὡς ἀνθρώπου. Προτίμησε νὰ πεινάσει παρὰ νὰ προσκυνήσει καὶ νὰ ὑποταχθεῖ στοὺς ἰσχυροὺς τῆς πολιτικῆς. Ὁ Παπαδιαμάντης ἔζησε σὰν ζητιάνος ὄχι γιατὶ τοῦ ἄρεσε νὰ εἶναι Διογενικός, ἀλλὰ γιατὶ δὲν ἦταν ἀγαπητὸς στὸν πολιτικὸ καὶ κοινωνικὸ μι- κρόκοσμο τῆς Σκιάθου καὶ τῶν Ἀθηνῶν. Ὁ Παπαδιαμάντης ἐπείνασε, ὄχι γιατὶ δὲν ἐδούλεψε, ἀλλὰ γιατὶ δὲν προσκύνησε κανέναν ἰσχυρὸ οὔτε τῆς πολιτείας οὔτε τῆς ἐκκλησίας.
Ἀπόκλιση ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη πολιτικὴ παράδοση γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη ἐσήμαινε πολιτικὸ θάνατο τοῦ Γένους. Καὶ γι’ αὐτὸ ἦταν σφόδρα πολέμιος αὐτῶν ποὺ ἀπέστεργαν τὴν βυζαντινή μας παράδοση, ποὺ περισσότερο ἴσως κι ἀπὸ πνευματική, εἶναι παράδοση πολιτική, μέσα ἀπὸ τὴ θρησκευτική της ἔκφραση. Γράφει στὸ περίφημο διήγημα «Λαμπριάτικος Ψάλτης», ποὺ δημοσιεύθηκε στὴν Ἀκρόπολι τὸ 1893, τὰ ἀκόλουθα σαρκαστικά, γι’ αὐτοὺς ποὺ τὸν μυκτήριζαν γιὰ τὴν ἐμμονή του νὰ γράφει θρησκευτικὰ ἑορταστικὰ διηγήματα: «Μὴ ‘θρησκευτικὰ πρὸς Θεοῦ!’ Τὸ Ἑλληνικὸν ἔθνος δὲν εἶναι Βυζαντινοί, ἐνοήσατε; Οἱ σημερινοὶ Ἕλληνες εἶναι κατ’ εὐθεῖαν διάδοχοι τῶν ἀρχαίων. Ἔπειτα ἐπολιτίσθησαν, ἐπροώδευσαν καὶ αὐτοί. Συμβαδίζουν μὲ τὰ ἄλλα ἔθνη. Ποίαν ποίησιν ἔχει τὸ νὰ γράψῃς ὅτι ὁ Χριστὸς ‘δέχεται τὴν λατρείαν τοῦ πτωχοῦ λαοῦ’, καὶ ὅτι ὁ πτωχὸς ἱερεὺς ‘προσέφερε τῷ Θεῷ θυσίαν αἰνέσεως;’» (Βαλέτας, Β΄, 109)
Ἔχει λεχθεῖ ὅτι ὁ Παπαδιαμάντης ἀδιαφοροῦσε γιὰ τὴν τότε πολιτικὴ πραγματικότητα. Τίποτε ἀναληθέστερο ἀπὸ αὐτό. Τὴν παρακολουθοῦσε σὰν ἄγρυπνος Ἄργος καὶ ἀγωνιοῦσε γι’ αὐτό. Ἔγραφε στὴν Ἀκρόπολι τὴν Πρωτοχρονιὰ τοῦ 1896, χρονιὰ τῆς τελέσεως τῶν Α΄ Ὀλυμπιακῶν ἀγώνων, τὰ ἀκόλουθα: «Ἠμύνθησαν περὶ πάτρης οἱ ἄστοργοι πολιτικοί, οἱ ἐκ περιτροπῆς μητρυιοὶ τοῦ ταλαιπώρου ὠρφανισμένου Γένους, τοῦ ‘στειρεύσαντος πρίν, καὶ ἠτεκνωμένου δεινῶς σήμερον’»; Ἄμυνα περὶ πάτρης δὲν εἶναι αἱ σπασμωδικαί, κακομελέτητοι καὶ κακοσύντακτοι ἐπιστρατεῖαι, οὐδὲ τὰ σκωριασμένης ἐπιδεικτικότητος θωρηκτά. Ἄμυνα περὶ πάτρης θὰ ἦτο ἡ εὐσυνείδητος λειτουργία τῶν θεσμῶν, ἡ ἐθνικὴ ἀγωγή, ἡ χρηστὴ διοίκησις, ἡ καταπολέμησις τοῦ ξένου ὑλισμοῦ καὶ τοῦ πιθηκισμοῦ, τοῦ διαφθείροντος τὸ φρόνημα καὶ ἐκφυλίσαντος σήμερον τὸ ἔθνος, καὶ ἡ πρόληψις τῆς χρεωκοπίας.
Τὶς ἠμύνθη περὶ πάτρης;
Καὶ τί πταίει ἡ γλαῦξ, ἡ θρηνοῦσα ἐπὶ τῶν ἐρειπίων; Πταίουν οἱ πλάσαντες τὰ ἐρείπια. Καὶ τὰ ἐρείπια τὰ ἔπλασαν οἱ ἀνίκανοι κυβερνῆται τῆς Ἑλλάδος.» («Οἰωνός», Βαλέτας, Ε΄, 216)
Σφάλλουν ἀφαντάστως ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι πιστεύουν ὅτι ὁ Παπαδιαμάντης ἦταν ἔξω ἀπὸ τὰ προβλήματα τοῦ καιροῦ του καὶ τοῦ καιροῦ μας. Μὲ τὴ «Φόνισσα» θίγει καιρίως τὸ μέγα κοινωνικὸ πρόβλημα τῆς προίκας· μὲ τὸ «Ὑπὸ τὴν βασιλικὴν δρῦν», τὸ πρῶτο οἰκολογικὸ διήγημα τῆς λογοτεχνίας μας, θίγει τὸ πρόβλημα τῆς καταστροφῆς τοῦ περιβάλλοντος καὶ δι’ αὐτῆς καὶ τοῦ ἀνθρώπου· μὲ τὸ ἀσυλλήπτου δραματικότητος ἀφήγημα «Ὁ πολιτισμὸς εἰς τὸ χωρίον» θίγει τὶς φοβερὲς πληγὲς τῆς χαρτοπαιξίας καὶ τῆς τοκογλυφίας, τὴν ὁποία, ὡς πολιτική λέπρα, στιγματίζει καὶ στὸν «Ρεμβασμὸν τοῦ Δεκαπενταυγούστου», ἐνῶ τὸ πολὺ καυστικὸ «Ἡ ἐπίσκεψις τοῦ Δεσπότη», δὲν διστάζει, αὐτὸς ὁ θεοσεβής, νὰ γίνει μαστιγωτὴς τῆς ὑπεροπτικῆς καὶ ἄπληστης συμπεριφορᾶς τοῦ ἀνώτερου κλήρου, ἤ τῆς σιμωνίας τὴν ὁποία φραγγελώνει ἀλύπητα στὸ ἀφήγημα «Ὁ ἀνάκατος», ὅπου εὐτόλμως ἐντὸς παρενθέσεως γράφει: «Ἐπειδὴ τότε ἀκόμα δὲν εἶχε ἀκριβήνει, πρὸς τοῖς ἄλλοις καὶ ἡ σιμωνία, καὶ δὲν εἶχον διορίσει οἱ ‘δεσποτάδες’, ἀνὰ τὸ θεόσωστον βασίλειον, πρωτοσυγκἐλλους ἐργολάβους, οἵτινες ν’ ἀπαιτοῦν ἑκατοστάρικα εἰς πᾶσαν τοιαύτην περίπτωσιν» (Ε΄, 122). Οὔτε νομίζω ὅτι ὑπάρχει κανεὶς στὴ λογοτεχνία τῆς τότε ἐποχῆς ποὺ νὰ ἐστιγμάτισε τὸν ἀντιεβραϊσμὸ μὲ τόσο ἄρτιο λογοτεχνικὸ τρόπο ὅσο τὸ ἔπραξε ὁ Παπαδιαμάντης μὲ τὸ τελευταῖο ἴσως διήγημα τῆς ζωῆς του «Ὁ ἀντίκτυπος τοῦ νοῦ», ποὺ τελειώνει μὲ τὴν καταπληκτικὴ καταπελτικὴ φράση: «Μήπως οἱ Ἐβραῖοι δὲν εἶναι ἄνθρωποι; Ἰδοὺ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς κλαίει». Ἴσως αὐτὴ νὰ εἶναι ἡ τελευταία τῆς ζωῆς τοῦ Παπαδιαμάντη γραμμή.
Ὁ Παπαδιαμάντης ἐπέλεξε συνειδητὰ τὴν ἐνασχόληση μὲ τὴ δημοσιογραφία, γιατὶ ἤθελε νὰ εἶναι κοντὰ στὴ φλεγμαίνουσα ζώνη τῆς πολιτικῆς λειτουργίας. Ἦταν μέσα στὴ ψυχὴ τῆς πολιτικῆς, ὅπως ἦταν καὶ μέσα στὴν οὐσία τῆς ζωῆς, ἀλλὰ δὲν τὸν ἐνδιέφερε ἡ προβολή. Δὲν τὸν ἐνδιέφερε ἀκόμη ἡ πολιτικὴ τῶν λόγων, ἡ πολιτικὴ τοῦ θεάματος. Ἀπεχθανόταν τὸν λογοκοπικὸ δημαγωγισμό. Γράφει σ’ ἕνα μικρὸ ἀφήγημα τοῦ 1907, τὸ «Ἐπιμηθεῖς εἰς τὸν βράχον», τὰ ἀκόλουθα σωστὰ γιὰ τὶς προτιμήσεις τοῦ λαοῦ: «Θέλει δυστυχῶς λόγο, καὶ πολλοὺς λόγους μάλιστα… θέλει κάτι ὡσὰν θέαμα, καὶ τὰ θέλει ὅλα λογοκοπικὰ καὶ θεατρικά. Καὶ δι’ αὐτὸ ὅσοι βγάζουν λόγους πεντάρικους ἤ δεκάρικους εὐδοκιμοῦν εἰς τὸ πλῆθος· καὶ δι’ αὐτό… τὸ προκόψαμε» (Α΄, 467). Καὶ ἄς μοῦ πεῖ ὁποιοσδήποτε «προοδευτικός», ποιός εἶναι ὁ πρῶτος συγγραφέας μας ποὺ ἔθιξε τὸ πρόβλημα τῶν ναρκωτικῶν, ἄν αὐτὸς δὲν εἶναι ὁ Παπαδιαμάντης μὲ τὸ ἀληθινὸ συγκλονιστικὸ ἀφήγημα, «Κοινωνικὴ ἁρμονία», ποὺ δημοσιεύθηκε τὸ 1906; Ποιός ἔθιξε πρῶτος τὴν κοινωνικὴ διάσταση τῆς πορνείας, ἄν ὄχι ὁ Παπαδιαμάντης μὲ τὸ τολμηρότατο γιὰ τὴν ἐποχή του «Τὸ ‘ἰδιόκτητο’»; Ἀλλὰ καὶ πάλι ἐρωτῶ πάντα ἐχέφρονα πολίτη, ποιός εἶναι ὁ πρώτος λογοτέχνης μας, ποὺ ἐστιγμάτισε τὸν διχασμὸ ποὺ συνεπάγεται ὁ κομματισμός, ἄν αὐτὸς δὲν εἶναι ὁ Παπαδιαμάντης, μὲ τὸ ἀνεπανάληπτο διήγημα «Τὰ δύο τέρατα», ποὺ γράφτηκε τὸ 1909; Ἀρκεῖ μόνο μία περικοπὴ ἀπὸ αὐτό: «Ὅλα τὰ ἐκλογικὰ ἀκάθαρτα δαιμόνια εἶχον ἐξαπολυθῆ εἰς τὸν δρόμον τὴν χρονιὰν ἐκείνην. Ἡ πλουτοκρατία εἶχε συμμαχήσει μὲ τὴν ὀχλοκρατίαν· τὸ τέρας τὸ κίτρινον εἶχε καλέσει εἰς βοήθειαν τὸ ἄλλο τέρας τὸ κόκκινον» (Ε΄, 60). Ἀκόμη καὶ οἱ παπάδες εἶχον χρωματισθεῖ: «Ἕνα παπαδόσπιτο εἶχεν ἐμπετασθῆ μὲ κοκκίνας σημαίας, ὡς νὰ μὴ ἐδέχετο ὁ παπᾶς προσφορὰς ἀπὸ τὰ δύο κόμματα, ἀλλὰ μόνον ἀπὸ τὸ ἕν» (Ε΄, 61). Ἕνας ἄλλος παπάς, γιὰ νὰ μὴ ἐκτεθεῖ ἐμφανῶς, εἶχε ἁπλώσει στὸ μπαλκόνι του ὅλα τὰ κόκκινα κιλίμια του, τάχα γιὰ νὰ ἀερισθοῦν! Τέλος, ἴσως ὁ ἀναγνώστης ξαφνιαστεῖ ἄν πληροφορηθεῖ ὅτι ὁ Παπαδιαμάντης εἶχε ταχθεῖ, γιὰ εἰδικὲς περιπτώσεις, ὑπὲρ τοῦ πολιτικοῦ γάμου!
Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ βιβλίου τοῦ Σαράντου Καργάκου, Ἡ πολιτικὴ σκέψη τοῦ Παπαδιαμάντη,σ. 28-42, ἐκδόσεις Ἀρμός, Ἀθήνα, 2003