Ο αγωνιστής της Ελληνικής επανάστασης που πέθανε τελευταίος σε ηλικία 116 ετών

Η είδηση του θανάτου του έκανε το γύρο του κόσμου, παρότι δεν ήταν πολιτικός, ούτε είχε περιουσία. Ήταν ο τελευταίος από τους αγωνιστές της ελληνικής επανάστασης που έφυγε από την ζωή κι ένας από τους μακροβιότερους Έλληνες όλων των εποχών. Το όνομά του ζει, καθώς έχει δοθεί σε μια περιοχή στο κέντρο της Αθήνας. Κι όμως, είναι εξαιρετικά λίγες οι πληροφορίες που υπάρχουν γι’ αυτόν, ώστε σήμερα ακόμη και το όνομά του αναφέρεται λάθος.

Ήρθε η ώρα να αποκατασταθεί η ιστορική αλήθεια.


Ο Ανδρέας Χάφτας, ο τελευταίος βετεράνος των ελληνικών πολέμων της ελευθερίας του 1821, πέθανε πρόσφατα στην Αθήνα σε ηλικία 116 ετών. Συχνά εξέφραζε την επιθυμία να ζήσει μέχρι το 1901, προκειμένου να μπορέσει να πει ότι είδε τρεις αιώνες“.

Αυτό αναγραφόταν στην αμερικανική Chicago Tribune στις 11 Μαΐου 1895. Αντίστοιχες αναφορές δημοσιεύτηκαν την ίδια περίοδο και σ’ άλλες αμερικανικές εφημερίδες. Νωρίτερα (ήδη από τα τέλη Απριλίου) ο θάνατος του Χαύτα είχε βρει θέση σε ολλανδικές και γερμανικές εφημερίδες, ενώ το καλοκαίρι του 1895 θα φιλοξενούταν ως είδηση τριών γραμμών ακόμη και στις εφημερίδες της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας. Σε όλα τα δημοσιεύματα το κείμενο ήταν σχεδόν πανομοιότυπο, με ορισμένες εφημερίδες να προσθέτουν ότι κατά τη διάρκεια της ζωής του ο Χαύτας έπαιρνε σύνταξη από το ελληνικό δημόσιο, όπως επίσης ότι η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη.Και ενώ ο Χαύτας (που, όσο ζούσε, είχε τη σπάνια τύχη να δει μια ολόκληρη περιοχή στο κέντρο της Αθήνας να παίρνει τ’ όνομά του – τα Χαυτεία) όντως πέθανε σε τόσο προχωρημένη ηλικία και ήταν όντως ο τελευταίος από τους αγωνιστές της ελληνικής επανάστασης (αν και όχι ένας από τους μεγάλους οπλαρχηγούς του αγώνα για την ελευθερία), οι ξένες εφημερίδες έγραψαν και κάποιες ανακρίβειες. Του αποδόθηκαν κάποιες ελάχιστες τιμές, αλλά δεν είναι ξεκάθαρο αν κηδεύθηκε όντως δημοσία δαπάνη, ενώ – το σπουδαιότερο – το όνομά του… δεν ήταν Ανδρέας!

Το πρόβλημα είναι ότι 120 χρόνια μετά, το όνομα του ανθρώπου αυτού με τις τόσες πολλές πρωτιές αγνοείται και από τις ελληνικές πηγές. Αλλού αναφέρεται ότι τα Χαυτεία οφείλουν την ονομασία τους αόριστα σε κάποιον ιδιοκτήτη καφενείου στην περιοχή, παραγνωρίζοντας ότι επρόκειτο για έναν από τους αγωνιστές του 1821, ενώ άλλες πηγές τον αναφέρουν ως Γιάννη ή Κώστα Χαύτα. Μόνο που ο άνθρωπος δεν ονομαζόταν ούτε Ανδρέας, ούτε Γιάννης, ούτε Κώστας!


Ο Δημήτρης Χαύτας, όπως ήταν το πραγματικό ονοματεπώνυμό του, γεννήθηκε στην Τρίπολη το 1779. Σε νεαρή ηλικία – άγνωστο όμως το πότε ακριβώς – μετανάστευσε στη Σμύρνη, όπου εργάστηκε αρχικά ως υπάλληλος σε εμπορικό κατάστημα. Λίγα χρόνια αργότερα εντάχθηκε στον ιδιωτικό στρατό του Καρασμάνογλου, φρουρώντας τα κτήματά του στο Αϊδίνιο. Εκεί γνώρισε τον Γκριζώτη, πρωτοπαλίκαρο του Καρασμάνογλου με καταγωγή από την Εύβοια. Όταν ξέσπασε η επανάσταση το 1821, ο σαραντάρης Χαύτας μαζί με τους Γκριζώτη και Καρασμάνογλου έσπευσαν στο πλευρό των επαναστατών. Ειδικά ο Χαύτας φέρεται να διακρίθηκε στη μάχη του Πέτα ως σημαιοφόρος του Παναγιώτη Γιατράκου, να παρευρέθηκε στην άλωση της Τριπολιτσάς υπό τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα, όπως επίσης να συμμετείχε στη μάχη στα Πέντε Ορνία της Άμφισσας υπό τον Νάκο Πανουργιά, στις μάχες της Ακρόπολης Αθηνών υπό τον Μακρυγιάννη, της Πύλου υπό τον γέρο Αναγνωσταρά, της Πάτρας υπό τον Γιατράκο, του Άργους υπό τον Κολιόπουλο κατά του Δράμαλη.

Το 1835 αναγνωρίστηκαν οι υπηρεσίες που είχε προσφέρει στον Αγώνα και διορίσθηκε ανθυπολοχαγός της Βασιλικής Φάλαγγας, ενώ του απονεμήθηκαν και παράσημα. Το 1838, ο σχεδόν 60χρονος Δημήτριος Χαύτας παντρεύτηκε μια 14χρονη κοπέλα, την Αικατερίνη, με την οποία ήταν παντρεμένος ως το θάνατό του. Το 1843, τάχθηκε στο πλευρό του κινήματος υπέρ του Συντάγματος, ενώ στο σπίτι του – αυτό τουλάχιστον γράφτηκε – κατασκευαζόταν κρυφά πυρίτιδα, η οποία στη συνέχεια τοποθετούταν σε κοφίνια, το πάνω μέρος των οποίων ήταν γεμάτα από σταφύλια, ώστε να εξαπατώνται οι φύλακες.Το 1845, ο Χαύτας διέθετε ήδη αρκετή περιουσία και αγόρασε μια μεγάλη έκταση στην περιοχή των σημερινών Χαυτείων. Εκεί ανήγειρε ένα καφενείο, το οποίο και ονόμασε “Καφενείο των Γερόντων”.

Κι επειδή εκεί ήταν μόνος, ολομόναχος (αφού η οδός Σταδίου της εποχής δεν είχε καμία απολύτως σχέση με τη σημερινή), όλοι έλεγαν “Πάμε στον Χαύτα!” κι έτσι βγήκε η ονομασία Χαυτεία. Επιπλέον ο Χαύτας ασχολήθηκε με το εμπόριο αποικιακών υφασμάτων, χάρη στα οποία αύξησε σημαντικά την περιουσία του, απέκτησε πολλά κτήματα, ενώ του ανήκε όλη η περιοχή, όπου αργότερα ανεγέρθηκε το μέγαρο Καυταντζόγλου. Σε δημοσίευμα του 1895 αναφερόταν ότι στο μέρος, όπου ανεγέρθηκε η οικία του αρχιτέκτονα Καυταντζόγλου, βρισκόταν και το καφενείο των “Γερόντων”. Τελικά, ύστερα από δεκαετή διαμονή στα Χαυτεία, ο Χαύτας αναγκάστηκε ν’ αποσυρθεί στη Βάθεια (σήμερα πλατεία Βάθης), όπου διέθετε μικρότερα κτήματα. Εν τω μεταξύ, οι ελληνικές κυβερνήσεις τον τίμησαν με δύο ακόμη παράσημα για τις υπηρεσίες του, ενώ προβιβάσθηκε σε υπολοχαγό και λοχαγό της φάλλαγας, αν και δημοσιεύματα – με αφορμή το θάνατό του – έκαναν λόγο για ένα “πικρό παράπονο” που είχε, ότι αισθανόταν παραγκωνισμένος από τον κόσμο και την επίσημη κυβέρνηση.Ο ίδιος, πάντως, ήταν πολύ δημοφιλής στη Βάθεια, όπου οι θαυμαστές του σχημάτιζαν κύκλο στα διάφορα καταστήματα της περιοχής και ο Χαύτας τους διηγούταν ιστορίες από την επανάσταση.

Μόνο τον τελευταίο ενάμιση χρόνο πριν το θάνατό του δεν έβγαινε καθόλου από το σπίτι του στον Άγιο Παύλο λόγω γήρατος. Και στις 7 Μαρτίου 1895 (π.η.), ο Δημήτριος Χαύτας έφυγε από την ζωή, ο τελευταίος των αγωνιστών του 1821, σε ηλικία 116 ετών! “Μόνον άνδρες παρωχημένης εποχής, άνδρες της σωματικής διαπλάσεως, και των απλών και πατριαρχικών ηθών των ανδρών του 21, ηδύναντο να φθάσωσι τον αιώνα και να υπερπηδήσωσιν αυτόν” εκτιμούσε η Ακρόπολις (08.03.1895)Ποιο ήταν το μυστικό της μακροζωίας του; Η εφημερίδα Ακρόπολις δημοσίευσε το καθημερινό του πρόγραμμα – όσο ακόμη μπορούσε να βγαίνει από το σπίτι. Κάθε πρωί, όταν ξυπνούσε, έκανε βόλτα στην αγορά “ντούρος χωρίς να καμπουριάζη“. Έτρωγε πάντοτε χόρτα, τα οποία υπεραγαπούσε, σπάνια όμως έτρωγε κρέας. Παραδόξως, το τσιγάρο δεν κατέβαλε την υγεία του κι ας ήταν συνέχεια μ’ ένα τσιγάρο στο στόμα. Έπινε πολύ λίγο κρασί, όμως κοιμόταν πολύ, ενώ πάντοτε ήταν εύθυμος χαρακτήρας. Ουδέποτε φόρεσε γυαλιά. Η μνήμη του και γενικότερα οι διανοητικές του ικανότητες ήταν ισχυρές μέχρι το τέλος της ζωής του.


Η ίδια εφημερίδα περιέγραψε την εικόνα του Χαύτα στο νεκρικό κρεβάτι: “Η μορφή του γαλήνιος και λευκοτάτη απέπνεεν όλην την γλυκύτητα και το άρωμα της ηρωικής του καρδίας, το αρρενωπόν δε άμα και το αφελές όπερ διέκρινε τους άνδρας της παλαιμάρχου εκείνης εποχής ζωηρόν εισέτι απετυπούτο επί του ωχρολεύκου προσώπου του. Και υπό το λευκά του βλέφαρα εκατόν δεκαέξ ενιαυτοί εκοιμώντο! Την σεβασμίαν του κεφαλήν έστεφε το Ελληνικόν φέσιον με την χρυσήν κορώναν, και χρυσά και ατίμητα πισλιά εστόλιζον το ηρωικόν του στήθος“. (09.03.1895)Σύμφωνα με δημοσίευμα της Εστίας, όταν ο Χαύτας ήταν νέος ακόμη, είχε κερδίσει στα χαρτιά ένα τεράστιο χρηματικό ποσό πολλών χιλιάδων δραχμών.

Μετά το παιχνίδι, όμως, έβαλε κάτω ένα σταυρό και τον πάτησε ορκιζόμενος να μην ξαναπαίξει ποτέ, όπως και έγινε, τηρώντας τον όρκο του μέχρι το τέλος της ζωής του.Τέσσερις-πέντε ώρες πριν το θάνατό του, γύρω στις 10 το βράδυ της 6ης Μαρτίου, ο Δημήτριος Χαύτας τραγουδούσε ένα τραγούδι του Μάρτη περικυκλωμένος από τα εγγόνια και τα δισέγγονά του. (Σύμφωνα με την Ακρόπολις ήταν το “Πετροχελιδόνα πέρασε και μας εχαιρέτισε/ Μας άφησε την υγειά και την χαρά/ Έξω ψύλλοι, ποντικοί· μέσα Μάρτης και χαρά/ Και καλή νοικοκυρά”!!) Λίγες ώρες νωρίτερα είχε φάει – για πρώτη φορά μετά από έξι μέρες – μια φέτα ψωμί, ήπιε ένα φλιτζάνι καφέ και αφού έστριψε ένα τσιγάρο, το κάπνισε με το τσιμπούκι του. Στις 2.30΄ το πρωί της 7ης Μαρτίου ζήτησε λίγο νερό, το ήπιε και λίγο μετά πέθανε.Η είδηση του θανάτου του δεν δημοσιεύθηκε σ’ όλες τις εφημερίδες, χωρίς όμως να λείψουν και τα πλούσια αφιερώματα σε όσες τον θυμήθηκαν – τα οποία και αποτέλεσαν πολύτιμη πηγή πληροφοριών για το παρόν αφιέρωμα. Άλλωστε η ειδησεογραφία ήταν γεμάτη από την προεκλογική κίνηση των συνδυασμών εν όψει των εκλογών της 16ης Απριλίου, καθώς επίσης από το σασπένς γύρω από το φρικιαστικό έγκλημα με θύμα ένα ακέφαλο σώμα, που είχε βρεθεί λίγες μέρες νωρίτερα στον Πειραιά.


Μια από τις λίγες εφημερίδες, που αναφέρθηκαν στο θάνατο του Δημητρίου Χαύτα, ήταν το Άστυ: “Πάει και ο Χαύτας! 116 ετών! Λείψανον του ιερού αγώνος. Εγεννήθη εις τα 1779! Φοβερός και τρομερός πολεμιστής αρχομένου του αιώνος, αγαθώτατος και φαιδρότατος γεροντάκος λήγοντος αυτού. Εις των σπανιοτέρων τύπων της παλαιάς εκείνης γενεάς. Με τις φουστανέλλες του, το φέσι του, την πάλα του, το σελάχι του, τ’ άσπρα του τα μαλλιά, έμοιαζε σαν ζωντανή ακουαρέλα του Λάντσα. Εκ του ονόματός του ωνομάσθησαν τα περίφημα Χαυτεία. Αυτός πρώτος ίδρυσεν εκεί κάτω μία ξύλινη μπαράγκα, η οποία με τον καιρόν μετεμορφώθη εις καφενείον των Γερόντων. Το τι συζητήσεις και ιδίως πολιτικαί έχουν γείνει εκεί μέσα ένας Θεός το ξέρει. Τα Χαυτεία ήσαν άλλοτε μικρά Βουλή, χωρίς στενογραφημένα πρακτικά και υπουργεία […]” (09.03.1895)Ωστόσο, φαίνεται ότι πολύς κόσμος έσπευσε στην οικία του παλαίμαχου αγωνιστή στην πλατεία Βάθης για να τον αποχαιρετήσει, ενώ στις 10 το πρωί της 8ης Μαρτίου έγινε η κηδεία του, λιτή και χωρίς πολυτελή στεφάνια, στην οποία χοροστάτησε ο Μητροπολίτης, ενώ λόχος πεζικού επικεφαλής της μουσικής της φρουράς απέδωσε τιμές στον Δημήτριο Χαύτα. Απουσίαζαν όμως οι επίσημοι, κάτι που σχολιάστηκε αρνητικά.


Η εφημερίδα Ημέρα σημείωνε:Είνε αληθές ότι η κηδεία του εγένετο πενιχρά, διότι ο αγωνιστής Δημ. Χαύτας δεν έτυχε να τον ρεκλαμάρη κανείς προ του θανάτου του, και διότι δεν ανήκει εις τον σύλλογον των αλληλοθαυμαστών, ουδέ εις την σπείραν των νεοελθόντων μεγάλων πατριωτών και ευεργετών, και διά τούτο ούτε μεγάλα γαλόνια, ούτε ψηλά καπέλλα συνώδευσαν τον νεκρόν του τελευταίου αγωνιστού. Αλλά νομίζομεν ότι ο ευτυχέστερος των παρ’ ημίν υπήρξε ο αοίδημος Χαύτας, όστις κατώρθωσεν ώστε και τον νεκρόν του ακόμη να μη τον πλησιάσουν οι Αβδηρίται της εποχής“. (10.03.1895)

Πώς όμως ήταν οπτικά ο 116ετής Δημήτριος Χαυτάς; Η εικόνα αυτή δημοσιεύτηκε στην Ακρόπολη, που έκανε λόγο για μια “νεωτάτη” και “επιτυχεστάτη” φωτογραφία.

Πηγές:
Τα αρχεία των εφημερίδων:
Ακρόπολις: 08 και 09.03.1895
Το Άστυ: 08.03.1895
Εστία: 09.03.1895
Ημέρα: 10.03.1895
Νέα Εφημερίς: 08 και 09.03.1895

ola-ta-kala.blogspot.com

Κοινοποίησε:

Σχετικές δημοσιεύσεις