Του Ρότζιου Γεωργίου, Αποφοίτου του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας
115 χρόνια συμπληρώνονται φέτος, από την ημέρα που, σαν σήμερα 7 Ιουνίου, το 1907, οι θρυλικοί Μακεδονομάχοι Καπετάν Άγρας και Αντώνης Μίγγας, αφού διαπομπεύτηκαν επί τέσσερις ημέρες, απαγχονίστηκαν από Βούλγαρους κομιτατζήδες.
Διαχρονικοί ήταν οι αγώνες των Μακεδόνων για την ελευθερία. Σε κάθε προσκλητήριο της μητέρας πατρίδος, παρότι έως το 1912 παρέμειναν εκτός του ελλαδικού κορμού, οι Μακεδόνες έδιναν βροντερό παρόν. Τόσο στην Επανάσταση του Γένους 1821-22, με τα επαναστατικά κινήματα στην Νάουσα και στην Χαλκιδική που πνίγηκαν στο αίμα, όσο και αργότερα (π.χ. 1854, 1878, 1896) η μακεδονική γη έδωσε πολλούς αγωνιστές στην πατρίδα για τους οποίους καυχάται.[1]
Αναμφισβήτητα η περίοδος 1904-1908, με την ένοπλη φάση του Μακεδονικού Αγώνα, αποτελεί την ενδοξότερη περίοδο αγώνων που έσωσε επί της ουσίας, την Μακεδονία από τα νύχια του Πανσλαβισμού.
Γηγενείς Μακεδόνες ελληνόφωνοι και σλαβόφωνοι, Κρήτες, Μανιάτες, και Πανέλληνες ρίχτηκαν στη μάχη για να κρατήσουν την βόρεια εσχατιά του ελληνισμού που κινδύνευε. Φλογεροί πατριώτες, απόφοιτοι Ευέλπιδες αλλά και παλαιότεροι στρατιωτικοί, έσπευσαν εθελοντικά για να συγκροτήσουν τα πρώτα ελληνικά ανταρτικά σώματα στην μακεδονική ύπαιθρο.
Ένας τέτοιος ήρωας, που έσπευσε για την σωτηρία της Μακεδονίας μας, είναι ο Ανθυπολοχαγός πεζικού Σαράντος Αγαπηνός, γνωστός με το πολεμικό ψευδώνυμο Καπετάν Τέλλος Άγρας.
Γεννήθηκε το 1880 στο Ναύπλιο, ωστόσο έγγράφηκε από τον πατέρα του Ανδρέα Αντ. Αγαπηνό στα μητρώα αρρένων των Γαργαλιάνων Μεσσηνίας από όπου και καταγόταν. Εισήλθε στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων απ’ όπου και αποφοίτησε το 1901 με τον βαθμό του Ανθυπολοχαγού πεζικού.
Ο Αγαπηνός έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την κατάσταση στην Μακεδονία την περίοδο εκείνη. Μελέτησε την λαογραφία της περιοχής, την γεωγραφία και τις ιδιαιτερότητες της.[2]
Στενά συνδεδεμένος με τον Καπετάν Κολιό (Ανθυπλγο (ΠΖ) Ν. Ρόκα), ο οποίος δρούσε την περιοχή Ναούσης – Εδέσσης αποφάσισε να έλθει κι αυτός στην Μακεδονία ως επικεφαλής ανταρτικού σώματος, στην περιοχή Νάουσας –Λίμνης Γιαννιτσών.[3]
Η κατάσταση στην Λίμνη Γιαννιτσών
Μέχρι την εμφάνιση των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων στην Λίμνη των Γιαννιτσών, το βουλγαρικό ανταρτικό σώμα της ΕΜΕΟ, με επικεφαλής τον (καταγόμενο από την Μποέμιτσα σημ. Αξιούπολη Κιλκίς) αρχικομιτατζή Αποστόλ Πέτκοφ, είχε καταστεί αδιαμφισβήτητος συντονιστής και ηγέτης θα λέγαμε, όλων των βουλγαρικών σωμάτων που δρούσαν στην ελώδη περιοχή της Λίμνης. Εκτός των συγκρούσεων του με τις οθωμανικές στρατιωτικές και διοικητικές αρχές του τόπου, ο Αποστόλ Πέτκοφ κατόρθωσε ολόκληρα χωριά να εγκαταλείψουν το Οικουμενικό Πατριαρχείο και να προσχωρήσουν στην Βουλγαρική Εξαρχία είτε εκούσια, είτε μέσω της χρήσης βίας και απειλών που αποτελούσε άλλωστε συνήθη τακτική.[4]
Ο Πέτκοφ, δίνοντας ιδιαίτερη βάση στον Βάλτο των Γιαννιτσών (καθώς από εκεί έλεγχε τις οδούς προς Γιαννιτσά, Έδεσσα, Νάουσα και Βέροια), δημιούργησε για τα ένοπλα του βουλγαρικά σώματα, δίκτυο από καλά οχυρωμένες καλύβες, στηριγμένες επάνω σε ξύλινους πασσάλους, από τις οποίες και εξορμούσαν για τις επιθέσεις τους.[5]
Ως προς την ελληνική παρουσία στον Βάλτο, ήδη από το φθινόπωρο του 1904 δρούσαν στην περιοχή, με την καθοδήγηση του Ελληνικού Προξενείου Θεσσαλονίκης, ντόπιοι αγωνιστές από την περιοχή του Γιδά -Ρουμλουκιού (Αλεξάνδρειας Ημαθίας) με ολιγομελή σώματα. Από τον Μάιο του 1905, το Προξενείο της Θεσσαλονίκης και προσωπικά ο Έλληνας πρόξενος Λάμπρος Κορομηλάς, γνωρίζοντας το κομβικό σημείο της περιοχής, αποφάσισε να εγκαταστήσει ένα αξιόμαχο δίκτυο ένοπλων ανταρτικών σωμάτων, προκειμένου να υπάρχει συνεχής και πιο οργανωμένη ένοπλη ελληνική παρουσία.[6]
Μετά από αρκετούς αξιωματικούς εθελοντές, επικεφαλής των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων, που εγκατέστησε το Προξενείο στην ελώδη και αβαθή Λίμνη Γιαννιτσών (οι οποίοι και έπληξαν σημαντικά πολλούς βουλγαρικούς θύλακες της περιοχής, παρά τις κακουχίες, την υγρασία, τα κουνούπια, την ελονοσία και τους πολλούς τραυματισμούς τους)[7], τον Σεπτέμβριο του 1906 έφθασε στην Λίμνη, το ανταρτικό σώμα του Ανθυπολοχαγού Σαράντου Αγαπηνού (Καπετάν Άγρα) αποτελούμενο από 20 άνδρες. Ο Αγαπηνός επρόκειτο να αντικαταστήσει τον Ανθυπλγο Ρόκα, στην διοίκηση του Κέντρου Νάουσας. Κατ’ εντολή του προξενείου Θεσσαλονίκης όμως, εγκαταστάθηκε στην περιοχή της Λίμνης Γιαννιτσών, δεδομένου ότι είχε ήδη, αποφασισθεί το εν λόγω Κέντρο να μεταφερθεί σε αυτήν, από όπου προβλέπονταν να εξορμούν για τις επιθέσεις τους τα ελληνικά ανταρτικά σώματα. Την 27ην Σεπτεμβρίου κατέφθασαν και τα σώματα του Υπλγου Κωνσταντίνου Σάρρου (Κάλα) και του Μανιάτη Ανθυποπλοίαρχου Ιωάννη Δεμέστιχα (Νικηφόρου), δύναμης 25 ανδρών το καθένα.[8] [9]
Σε μια συγκινητική επιστολή του ο Άγρας, την 25η Σεπτεμβρίου 1906, λίγο πριν αναχωρήσει για την Μακεδονία, γράφει προς τον θείο του Χρήστο Ταβουλαρίδη:
«Αγαπητέ μου θείε, αύριον αναχωρώ δι’ ιστιοφόρου δια τον αγώνα δι’ ον προορίσθην. Εύχομαι να επανέλθω όπως πρέπει και να Σας ιδώ όπως επιθυμώ.
Η σημερινή ημέρα είναι δι’ εμέ η σκληροτέρα και συγχρόνως η γλυκυτέρα τοιαύτη. Δεν υπάρχει γλυκύτερον, υψηλότερον και τιμητικότερον του να συναισθάνεσαι τις ότι προόρισε την ζωήν του προς υπεράσπισιν των αδίκως και βαρβάρως καταπατουμένων δικαίων της πατρίδος μας. Εύχομαι ίνα ο Θεός με βοηθήσει και με συνδράμει εις τον αγώνα οίον απ’ αύριον αποδύομαι…».[10] [11]
Είναι φανερό, πως ο Άγρας συναισθανόταν το μέγεθος της αποστολής του. Ενημερώθηκε, με την άφιξη του, για την κατάσταση που επικρατούσε στην περιοχή, από τους προκατόχους του και αμέσως ανέλαβε δράση μαζί με τους Σάρρο και Δεμέστιχα. Ό Άγρας, με στόχο να εκδιώξει τα βουλγαρικά σώματα από την Λίμνη Γιαννιτσών, στρατολόγησε νέους άνδρες από την σημερινή περιφέρεια της Αλεξάνδρειας Ημαθίας, το Ρουμλούκι.[12] Διάνοιξε τον Νοέμβριο του 1906 νέους δρόμους που οδηγούσαν στις βουλγαρικές καλύβες και από εκεί έκανε τις επιθέσεις του. Σε συνεργασία με τον θρυλικό Μακεδονομάχο των Γιαννιτσών Γκόνο Γιώτα, εισέβαλαν στο εξαρχικό χωριό Ζερβοχώρι, πυρπόλησαν οικίες και αιχμαλώτισαν συνεργάτες των Βουλγάρων.[13]
Σε μια αιφνιδιαστική επίθεση προς το αρχηγείο των Βουλγάρων, στις 14 του μηνός Νοεμβρίου 1906, τα αποτελέσματα δεν ήταν τα επιθυμητά. Παρά τις σοβαρές απώλειες των κομιτατζήδων, το σώμα του Άγρα είχε 3 νεκρούς κι 6 τραυματίες. Μεταξύ των τελευταίων, ο ίδιος ο Άγρας και ο υπαρχηγός του σώματος του, Λοχίας Τηλιγάδης.[14]
Με εντολή του Προξενείου, ο Άγρας μεταφέρθηκε στην Θεσσαλονίκη, στον χώρο του Προξενείου, για θεραπεία και την διοίκηση του σώματος του την ανέλαβε ο Καπετάν Νικηφόρος (Ιωάννης Δεμέστιχας). Έπειτα από τέσσερις ημέρες, επέστρεψε στον βάλτο, όπου πλέον λόγω του ιδιαίτερα ψυχρού χειμώνα 1906-1907, οι επιχειρήσεις, τόσο των βουλγαρικών όσο και των ελληνικών σωμάτων, περιορίσθηκαν σε περιπολίες.[15]
Περίπου στα τέλη Φεβρουαρίου του 1907, ο Καπετάν Άγρας, με εντολή του Προξενείου, αναχώρησε από την Λίμνη και εγκαταστάθηκε στην Νάουσα, αφενός για να θεραπευτεί από τα τραύματα και τους ελώδεις πυρετούς από τους οποίους έπασχε, αφετέρου για να αναλάβει την αρχηγεία του τμήματος αυτής της πόλης.
Ο Άγρας, φιλοξενούνταν στο σπίτι του Ναουσαίου Διαμαντή Μπίλλη και στο σπίτι του οδηγού του Αντώνη Μίγγα, μεταξύ των οποίων αναπτύχθηκε ειλικρινής φιλία. Τακτικά τον επισκέπτονταν ο ιατρός Χριστόδουλος Περδικάρης[16], πρόεδρος της τοπικής Επιτροπής Μακεδονικού Αγώνα και ο φαρμακοποιός Φίλιππος Αρνής, οι οποίοι του παρείχαν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.[17]
Η παραμονή του Άγρα στη Νάουσα ήταν ιδιαίτερα ευεργετική. Συντόνισε τον αγώνα στην πόλη και έθεσε τα θεμέλια για την αποτελεσματικότερη δράση των ανταρτικών σωμάτων στην περιοχή. Κατά καιρούς τον επισκέπτονταν και διάφοροι οπλαρχηγοί, όπως ο Γκόνος Γιώτας και ο Ιωάννης Δεμέστιχας, οι οποίοι τον ενημέρωναν για την κατάσταση που επικρατούσε στην Λίμνη των Γιαννιτσών.
Παρόλα αυτά η μη ικανοποιητική βελτίωση της υγείας του, οι συνεχείς πυρετοί, αλλά και η δυσκολία οργάνωσης του αγώνα στην Νάουσα λόγω κοινωνικών εσωτερικών ταραχών μικροπολιτικής , μεταξύ της «οικονομικής ελίτ» της πόλης και των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων[18], τον οδήγησαν στην από 22ας Φεβρουαρίου 1907 επιστολή του προς το προξενείο, στην οποία αναφέρει:
«Αγαπητέ,… Δυστυχώς, εγώ και οι μαθηταί μου (άνδρες του σώματος του) δεν ευρισκόμεθα εις ευχάριστον σημείον υγείας το οποίον να υπόσχεται προσεχίν δράσιν. Σχεδόν πάντες θερμαίνονται (έχουν πυρετούς), περισσότερον δε εγώ…. Εγώ έχω καταντήσει σχεδόν άχρηστος…. δι’ αυτό θέλω να σας παρακαλέσω να φροντίσητε δια την αντικατάστασιν μου, εμού και των λοιπών παιδιών…».[19]
Το Ελληνικό Προξενείο Θεσσαλονίκης, ήδη από τον Απρίλιο του 1907, είχε αποφασίσει την αντικατάσταση όλων των οπλαρχηγών Μακεδονομάχων, οι οποίοι ταλαιπωρήθηκαν στα πεδία των μαχών με την ελονοσία και πολλούς τραυματισμούς. Μεταξύ αυτών ήταν και η αντικατάσταση του Άγρα, από τον Λγο (ΠΖ) Νικόλαο Δουμπιώτη (Καπετάν Αμύντα) με ισχυρό σώμα.[20]
Λίγο πριν την αντικατάσταση του, ο Καπετάν Άγρας, σε επιστολή του προς την Θεσσαλονίκη (29/5/1907) ενημερώνει το Προξενείο, χωρίς λεπτομέρειες, πως κάτι έχει καταστρώσει και περιμένει.
«Αγαπητέ,… Κυοφορώ κάτι σπουδαίον, πιθανώς όμως να είναι ανεμογκαστριά… Σας φιλώ. Τέλλος»[21]
Η ενέδρα και το μαρτυρικό τέλος
Ο Άγρας, μετά από συνομιλίες, θέλησε να συναντήσει κάποιους από τους Βουλγαρόφρονες, γιατί και οι ίδιοι ήθελαν, σύμφωνα με τα λεγόμενα τους, να συμφιλιωθούν και να πολεμήσουν από κοινού τους Οθωμανούς καταπατητές του μακεδονικού χώρου. Οι Βούλγαροι τους οποίους θα συναντούσε, ήταν ο Ιβάν Ζλάταν από την Γκολεσιάνη (σήμερα Λευκάδια Νάουσης) και ο αιμοβόρος Γκεόρκη Κασάπτσε από το Κρούσοβο.
Αποφασίστηκε λοιπόν, η συνάντηση να γίνει 18 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Ναούσης, στην δασωμένη θέση «Γκαβρά Καμίν», με την προϋπόθεση πως μόνον ο Άγρας από την ελληνική πλευρά και ο Ζλάταν από την βουλγαρική θα ήταν οπλισμένοι (κανείς άλλος από την συνοδεία τους).[22]
Άξια αναφοράς είναι η στάση των προκρίτων της Νάουσας με επικεφαλής τον Χρ. Περδικάρη, που προσπάθησαν να μεταπείσουν τον Άγρα να μην πάει στην προγραμματισμένη συνάντηση, υποψιαζόμενοι την βουλγαρική ανανδρία και δολιότητα. Μάταια όμως.
Έτσι τα ξημερώματα της 3ης Ιουνίου 1907 (λίγες μέρες – ώρες σχεδόν- πριν αντικατασταθεί) ξεκίνησε για την συνάντηση, με συνοδεία τον βιομήχανο Ζαφείριο Λόγγο, τον Ναουσαίο οδηγό και πιστό του φίλο Αντώνη Μίγγα και τους Γιώργη και Τόλιο Γιαννακοβίτη.
Αφού οι Βούλγαροι τους υποδέχθηκαν εγκάρδια, ο Ζλάταν άφησε το περίστροφο του στο δάπεδο, προφασιζόμενος τοπικό έθιμο σε ένδειξη φιλίας, το ίδιο έπραξε και ο Άγρας. Αφού δείπνησαν και οι Βούλγαροι κατάλαβαν πως η ελληνική αντιπροσωπεία δεν είχε λάβει κανένα προστατευτικό μέτρο για την συνάντηση, άρχισαν να καθυβρίζουν τον Άγρα, να τον κατηγορούν για συνεργασία με τους Τούρκους και τον συνέλαβαν διώχνοντας την συνοδεία του ελεύθερη, πλην του εκουσίως παραμένοντα, ΠΙΣΤΟΥ του ΦΙΛΟΥ Αντώνη Μίγγα .
Η Πηνελόπη Δέλτα, «Στα Μυστικά του Βάλτου», μας αποτυπώνει γλαφυρά την σκηνή της αιχμαλωσίας:
«Τους άφησαν όλους ελεύθερους. Κι ένας ένας έφυγαν. Μόνον ο Μίγγας έμεινε.
– Φύγε κι εσύ! Του είπε ο Ζλάταν.
Μα μ’ επιμονή αργοκούνησε ο Τώνης Μίγγας το κεφάλι.
– Δεν αφήνω τον αρχηγό, είπε.
-Δέστε τον λοιπόν κι αυτόν! Πρόσταξε ο Ζλάταν.»[23]
Αφού τους έδεσαν, τους περιέφεραν ξυπόλητους επί τέσσερις ημέρες από όλα τα σλαβόφωνα και εξαρχικά χωριά της περιοχής. Τους έφτυναν, τους έβριζαν, τους κορόιδευαν, τους πετούσαν πέτρες. Μπροστά ο Άγρας, «πίσω, σιωπηλός, δεμένος…ακολουθούσε ο Τώνης Μίγγας, με τα μάτια καρφωμένα στον αρχηγό του, σαν πιστός σκύλος, αποφασισμένος να μαρτυρήσει μαζί του.»[24]
Στις 7 Ιουνίου του 1907, τους κρέμασαν σε μια καρυδιά ανάμεσα από τα χωριά Βλάδοβο και Τέχοβο. Ο πρόξενος Λάμπρος Κορομηλάς, αφού ανήγγειλε την αιχμαλωσία των Άγρα και Μίγγα στο Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδος με το από 6 Ιουνίου 1907 τηλεγράφημα του[25], στις 10 του ιδίου μήνα απέστειλε το εξής τηλεγράφημα:
«Την Παρασκευήν πρωί, χωρικοί εκ Τεχόβου ερχόμενοι εις Βοδενά μετά τινός χωροφύλακος, ευρον εις διασταυρώσεις οδών αγουσών εις Σαρακίνοβο – Τέχοβο – Βουλκογιάνοβο και επί δένδρου καρυδίας κρεμάμενα δύο πτώματα. Ειδοποιήθη ο Καϊμακάμης Βοδενών (Εδέσσης) όστις μετέβη επί τόπου και η ταυτότης τού Τώνη Μίγγα ανεγνωρίσθη υπό γνωριζόντων αυτόν χωρικών. Επί των πτωμάτων υπήρχεν επιγραφή εις Βουλγαρικήν. Εις μεν τον Άγραν : «Εκ Ναυπλίου γενικός αρχηγός σώματος Ναούσης συνεργαζόμενος με Τούρκους και Γκέκηδες, κατά το 85ον άρθρον του Κανονισμού τού Κομιτάτου ετιμωρήθη». Επί δε του Μίγγα : «Άντώνιος Μίγγας, Ναουσαίος». Ο καϊμακάμης και ο Γιούσμπασης ήθελαν να ταφώσιν εν Τεχόβω, τη παρακλήσει όμως προσδραμόντων χωρικών εκ Βλαδόβου και μεσολαβήσει του παρισταμένου χριστιανού αστυνόμου Άλέκου, επετράπη η μεταφορά αυτών εις Βλάδοβον όπου και ετάφησαν, ψαλείσης της νεκρωσίμου ακολουθίας και παρισταμένων όλων τών ορθοδόξων κατοίκων. Οι νεκροί εφωτογραφήθησαν. Δεν έφερον άλλας πληγάς πλήν των εκ του σχοινίου εις τον λαιμόν και εις τας χείρας. Κατά πληροφορίας των εν Βοδενοίς, ο Άγρας από ημέρας της συλλήψεώς του δεν ηθέλησεν να φάγη τίποτε. Κορομηλάς.»
Τα λείψανα του Καπετάν Άγρα και Τώνη Μίγγα σαβανώθηκαν από τη Μαρία Πάσχου, τη Μαρία Τζόλα και τη Μαρία Μπακιρτζή οι οποίες ήσαν κάτοικοι του χωριού Βλάδοβο. Την Εξόδιο Ακολουθία την έψαλε ο παπα-Χρίστος, ο εφημέριος του χωριού Βλάδοβο, με ψάλτη το δάσκαλο του χωριού Κωνσταντίνο Πάσχο. Οι δυο ήρωες ετάφησαν την παραμονή της Πεντηκοστής, το Ψυχοσάββατο 9 Ιουνίου 1907, στη νότια πλευρά του περιβόλου της εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου όπου βρισκόταν και το κοιμητήριο του χωριού.[26]
Η τιμωρία του Ζλάταν
Μαρτυρίες απογόνων της οικογένειας Γιαννακοβίτη, (των δύο συνοδών του Άγρα στην μοιραία συνάντηση που αφέθησαν ελεύθεροι και έφυγαν), μας πληροφορούν πως, επειδή το σύνολο των Ναουσαίων τους έρριψε ευθύνες και έγιναν πολλές απόπειρες δολοφονίας εις βάρος τους, για την εγκατάλειψη των δύο εθνομαρτύρων στα χέρια των Βουλγάρων, αποφάσισαν να πάρουν εκδίκηση για τον θάνατο των δύο παλικαριών.
«Πληροφορούμενοι, ότι ο Ζλάταν πήγε στο παζάρι της Βέροιας και την άλλη μέρα θα γυρνούσε στην Γκολεσιάνη (Λευκάδια), έστησαν ένεδρα και ενώ ο κομιτατζής έτρεχε, ρίχνουν στον δρόμο ένα μαντηλάκι με τσιρέκ (1/4) μετζίτι (γρόσια). Ο Ζλάταν έπεσε στην παγίδα, έσκυψε να πάρει το μαντήλι και μόλις ορθώθηκε, έφαγε 9 σφαίρες στην πλάτη. Έτρεξε 25 μέτρα… οπότε έπεσε στο ποτάμι… και τον πήρε το νερό». [27]
Τα χρόνια πέρασαν, οι εποχές άλλαξαν, όμως οι θυσία τους δεν ξεχάστηκε. Το χωριό Τέχοβο δίπλα στο οποίο τους κρέμασαν, πήρε το όνομα «Καρυδιά», λόγω του δέντρου που τους κρέμασαν, ενώ το χωριό Βλάδοβο, στο οποίο τάφηκαν οι αγωνιστές, πήρε το όνομα του θρυλικού Σαράντου Αγαπηνού. Ονομάστηκε «Άγρας».
Στις 18 Οκτωβρίου 1961 έγινε μετακομιδή των οστών των δύο μακεδονομάχων από τον τόπο ταφής, στον τόπο θυσίας τους, όπου κατασκευάστηκε ναΰδριο και τοποθετήθηκαν σε ειδική κρύπτη εντός του ναϋδρίου αυτού. Οι τάφοι τους, δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου διατηρούνται, αλλά είναι πλέον κενοτάφια.[28]
Ευλαβικά οι Μακεδόνες κλείνουμε το γόνυ, στους δαφνοστεφανομένους από την Ελλάδα και την ιστορία εθνομάρτυρες Σαράντο Αγαπηνό του Αντρέα και Αντώνη Μίγγα του Γιώργη. Θα είναι πάντα μαζί μας. Να μας εμπνέουν. Να στέκουν δίπλα μας σε κάθε μας αγώνα. Να φωτίζουν το μέλλον μας με το παράδειγμα τους. Σύμβολα πατριωτισμού, ήθους και πιστής φιλίας.
[1] Βασδραβέλλη Ι., Οι Μακεδόνες εις τους Υπέρ της ανεξαρτησίας Αγώνας 1796-1832, Ε.Μ.Σ., Θεσσαλονίκη 1950, σελ.109.
[2] Τουφεξή Λ., Ο θρυλικός Μακεδονομάχος Τέλλος Άγρας, περ. Νιάουστα, Σ.Α.Γ.Ναούσης, τευχ. 84-85, Σεπτέμβριος 1998, σελ.22.
[3] Μουτσόπουλου Ν., Βακαλόπουλου Κ., Κεσοπούλου Αρ., Αλησμόνητες Πατρίδες- Άνω Μακεδονία, Τζιαμπίρης-Πύραμίδα, Θεσσαλονίκη, σελ.177.
[4] Αποστόλου Στ., Σαράντος Αγαπηνός, περ. Χρονικά Ιστορίας και Πολιτισμού Ν. Ημαθίας, τευχ.33, Σεπτέμβριος – Δεκέμβριος 2017,σελ.7.
[5] Μουτσόπουλου Ν., Βακαλόπουλου Κ., Κεσοπούλου Αρ., Αλησμόνητες Πατρίδες- Άνω Μακεδονία, Τζιαμπίρης-Πύραμίδα, Θεσσαλονίκη, σελ.175.
[6] Αποστόλου Στ., Σαράντος Αγαπηνός, περ. Χρονικά Ιστορίας και Πολιτισμού Ν. Ημαθίας, τευχ.33, Σεπτέμβριος – Δεκέμβριος 2017,σελ.8.
[7] Βακαλόπουλου Κ., Το Μακεδονικό Ζήτημα 1856-1913, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 1993, σελ.206.
[8] Γ.Ε.Σ./Δ.Ι.Σ., Ο Μακεδονικώς Αγών και τα εις Θράκην Γεγονότα, Αθήνα 1979, σελ.233.
[9] Αποστόλου Στ., Σαράντος Αγαπηνός, περ. Χρονικά Ιστορίας και Πολιτισμού Ν. Ημαθίας, τευχ.33, Σεπτέμβριος – Δεκέμβριος 2017,σελ.9.
[10] Βακαλόπουλου Κ., Μακεδονικός Αγώνας (Η ένοπλη φάση 1904-1908), Θεσσαλονίκη 1987, σελ. 179.
[11] Τουφεξή Λ., Ο θρυλικός Μακεδονομάχος Τέλλος Άγρας, περ. Νιάουστα, Σ.Α.Γ.Ναούσης, τευχ. 84-85, Σεπτέμβριος 1998, σελ.23.
[12] Το Ρουμλούκι είναι η περιοχή του βορειοανατολικού τμήματος της πεδιάδας της Ημαθίας που το διασχίζει ο ποταμός Αλιάκμονας, ενώ ανατολικά εκτείνεται έως τον Αξιό. Ονομάσθηκε «Ρουμλούκι» από τους Οθωμανούς κατακτητές κατά τον 14ο – 15ο αιώνα, οι οποίοι, όταν έφθασαν στην περιοχή, την ονόμασαν Rumlik – Ρουμλούκ ή Ουρουμλούκ, τουρκική λέξη που παράγεται από το Ρουμ = Ρωμιός και τον επιθετικό προσδιορισμό ή κτητικό—lik (-λούκ) και σημαίνει τον τόπο που έχει Ρωμιούς – έλληνες χριστιανούς απόγονους των Ρωμαίων πολιτών. δηλαδή σημαίνει Ρωμιότοπος, Γραικοχώρα, Ελληνότοπος. Πηγή: Wikipedia, Λήμμα: Ρουμλούκι.
[13] Αποστόλου Στ., Σαράντος Αγαπηνός, περ. Χρονικά Ιστορίας και Πολιτισμού Ν. Ημαθίας, τευχ.33, Σεπτέμβριος – Δεκέμβριος 2017,σελ.10.
[14] Τουφεξή Λ., Ο θρυλικός Μακεδονομάχος Τέλλος Άγρας, περ. Νιάουστα, Σ.Α.Γ.Ναούσης, τευχ. 84-85, Σεπτέμβριος 1998, σελ.23.
[15] Αποστόλου Στ., Σαράντος Αγαπηνός, περ. Χρονικά Ιστορίας και Πολιτισμού Ν. Ημαθίας, τευχ.33, Σεπτέμβριος – Δεκέμβριος 2017,σελ.10.
[16] Χριστόδουλος Κωνσταντίνου Περδικάρης, 1856 -1907. Γεννήθηκε στη Νάουσα και σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας Έντονη η φοιτητική κα πατριωτική του δράση. Συνεχίζουν τις σπουδές στο Παρίσι και επιστρέφοντας στη πατρίδα του συμμετέχει στους πατριωτικούς αγώνες. Το 1878 παίρνει μέρος στην επανάσταση του Λιτόχωρου και του πολέμου στον Κολυνδρό (Μοναστήρι Αγίων Πάντων). Μετά την αποτυχία των κινημάτων καταφεύγει στην Αθήνα όπου ξαναβρίσκει τον παλιό συμφοιτητή του στην Αθήνα, τον γιατρό Αντώνη Χρηστομάνο (καταγόμενο από την Κατράνιτσα –Πύργους Εορδαίας) και συμμετέχει στην ίδρυση του Πανελλήνιου Γυμναστηρίου. Μαζί με τον Δημήτριο Βικέλα συνεργάζεται για την προώθηση της Ολυμπιακής Ιδέας. Στην περίοδο του Μακ. Αγώνα αναλαμβάνει επικεφαλής της τοπικής επιτροπής Ναούσης. Πηγή: Μπάιτση Τ., Οι γιατροί της Νάουσας στον Μακεδονικό Αγώνα, περ. Νιάουστα, τευχ. 111-112, σελ.14-15.
[17]Μπάιτση Τ., Ο εθνομάρτυρας Αντώνης Μίγγας, περ. Νιάουστα, Σ.Α.Γ.Ναούσης, τευχ. 152, Ιούνιος 2015, σελ.15.
[18] Aρχείο Μακεδονικού Αγώνα Περιοχής Βερμίου, Π.Ε.Ν «Αναστάσιος Μιχαήλ ο Λόγιος», Θεσσαλονίκη 2002, σελ.219.
[19] Aρχείο Μακεδονικού Αγώνα Περιοχής Βερμίου, Π.Ε.Ν «Αναστάσιος Μιχαήλ ο Λόγιος», Θεσσαλονίκη 2002, σελ.215.
[20] Αποστόλου Στ., Σαράντος Αγαπηνός, περ. Χρονικά Ιστορίας και Πολιτισμού Ν. Ημαθίας, τευχ.33, Σεπτέμβριος – Δεκέμβριος 2017,σελ.12.
[21] Aρχείο Μακεδονικού Αγώνα Περιοχής Βερμίου, Π.Ε.Ν «Αναστάσιος Μιχαήλ ο Λόγιος», Θεσσαλονίκη 2002, σελ.231.
[22] Τουφεξή Λ., Ο θρυλικός Μακεδονομάχος Τέλλος Άγρας, περ. Νιάουστα, Σ.Α.Γ.Ναούσης, τευχ. 84-85, Σεπτέμβριος 1998, σελ.24.
[23] Δέλτα Π., Στα Μυστικά του Βάλτου, εκδ. Καλοκάθη, Αθήνα, σελ.575.
[24] Δέλτα Π., Στα Μυστικά του Βάλτου, εκδ. Καλοκάθη, Αθήνα, σελ.577.
[25] Βακαλόπουλου Κ., Μακεδονικός Αγώνας (Η ένοπλη φάση 1904-1908), Θεσσαλονίκη 1987, σελ. 194-195.
[26] http://greekworldhistory.blogspot.com/2013/06/1880-1907.html
[27]Γιαννακοβίτου Μ., Η τιμωρία των δολοφόνων του καπετάν Άγρα και Αντώνη Μίγγα, περ. Νιάουστα, Σ.Α.Γ.Ναούσης, τευχ. 92, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2000, σελ.8.
[28] http://greekworldhistory.blogspot.com/2013/06/1880-1907.html