«Αλήτη, ρουφιάνε, δημοσιογράφε», είναι το γνωστό σύνθημα που ακούγεται, εδώ και πολλά χρόνια στους διαδρόμους του δημαρχείου από εξουσιαζόμενους και εξουσιάζοντες ενίοτε… αλλά και στα πολιτικά καφενεία για να δηλώσει την απέχθεια προς το καθεστώς που επεβλήθη στην πόλη μας χρόνια τώρα αλλά και την απέχθεια αυτών που το κραυγάζουν ή το γράφουν.
Και ακούμε: “Δεν δίνει δεκάρα για την αλήθεια και τη δημοσιογραφία. Συντηρεί ΜΜΕ για να «δαγκώνει» όποιον δεν του κάνει τα χατίρια και για να υποστυλώσει το δημοτικό σύστημα με τον τρόπο που το υποδεικνύει ο μηχανισμός προπαγάνδας που τον χρηματοδοτεί”.
Ο Μπαλζάκ (1799-1850), όταν από το 1835 ονόμασε τις εφημερίδες του καιρού του «χαμαιτυπεία σκέψης», είχε διαγνώσει σωστά τη «δημοσιογραφική αλητεία». Σήμερα, ίσως, να μην υπάρχει ούτε ένας που να μη γνωρίζει ότι όλοι αυτοί οι μεταπράτες και οι ελεγκτές της κοινής γνώμης ασκούν κατευθυνόμενη και πληρωμένη αδρά δημοσιογραφία. Αυτό που προκαλεί όμως ακόμα περισσότερο είναι ότι εμφανίζονται και ως κήρυκες της «εντιμότητας» και της «ελεύθερης έκφρασης»!!!
«Παλιότερα χρησιμοποιούσαν τα βασανιστήρια. Σήμερα χρησιμοποιούν τις εφημερίδες», έλεγε το 19ο αιώνα Όσκαρ Ουάιλντ (1854-1900), αν ζούσε σήμερα στην απόφανσή του αυτή σίγουρα θα συμπλήρωνε, εκτός από τις εφημερίδες και ορισμένα τοπικά ραδιόφωνα και τηλεοπτικά κανάλια.
Παραφράζοντας τον Κάλβο αναφωνούμε: «Θέλει αρετήν και τόλμην η δημοσιογραφία»… Αλλά πού να τη βρεις; Στα «παπαγαλάκια» του εικοσάρικου;… Των αδυνάτων αδύνατον!