Η δημόσια δήλωση του Δημάρχου Καστοριάς ότι ήταν «σύμφωνος» με την θεσμικά απαράδεκτη παρέμβαση του προϊσταμένου υπηρεσίας στον δημόσιο πολιτικό διάλογο ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ δεν αποτελεί μια απλή πολιτική τοποθέτηση.
Αποτελεί ομολογία γνώσης και αποδοχής μιας ενέργειας που, εκ των πραγμάτων, έχει τεθεί υπό σοβαρή θεσμική και νομική αμφισβήτηση.
Δεν είναι ούτε άστοχη, ούτε αθώα. Είναι μια δήλωση με βαρύ θεσμικό φορτίο, γιατί μετατρέπει ένα υπηρεσιακό περιστατικό σε πολιτικά εγκεκριμένη πράξη. Με απλά λόγια, ο Δήμαρχος δεν είπε «δεν γνώριζα». Είπε το ακριβώς αντίθετο: ότι γνώριζε, ότι είχε ενημερωθεί νωρίτερα, και ότι συμφωνούσε. Και εδώ ακριβώς γεννώνται τα κρίσιμα ερωτήματα.
- γνώριζε ότι αυτή θα γίνει με υπηρεσιακή ιδιότητα,
- γνώριζε ότι θα χρησιμοποιηθεί επίσημο υπηρεσιακό e-mail,
- γνώριζε το ύφος και το περιεχόμενο που θα ακολουθούσε,
- γνώριζε – ή όφειλε να γνωρίζει – το νομικό πλαίσιο που διέπει τη συμπεριφορά δημοσίων υπαλλήλων.
Η δήλωση «ήμουν σύμφωνος» δεν περιγράφει απλώς πολιτική στήριξη. Περιγράφει πολιτική αποδοχή μιας πράξης που, αν εφαρμοζόταν ο νόμος κατά γράμμα, θα έπρεπε να ελεγχθεί πειθαρχικά.
- η χρήση υπηρεσιακού e-mail για επιθετική πολιτική τοποθέτηση δεν είναι επιτρεπτή,
- η δημόσια εξύβριση και απαξιωτική φρασεολογία από προϊστάμενο υπηρεσίας δεν είναι θεσμικά ανεκτή,
- η εμπλοκή υπηρεσιακού στελέχους σε πολιτική αντιπαράθεση ενεργοποιεί υποχρεώσεις ελέγχου,
- σε τέτοιες περιπτώσεις, ο νόμος προβλέπει ΕΔΕ ή προκαταρκτική διοικητική εξέταση.
Αν λοιπόν γνώριζε όλα τα παραπάνω – και δήλωσε ότι γνώριζε – τότε το ερώτημα δεν είναι αν συμφωνούσε πολιτικά.
Το ερώτημα είναι γιατί δεν παρενέβη θεσμικά ως όφειλε.
Σύμφωνα με το ισχύον διοικητικό πλαίσιο, ο Δήμαρχος ως πολιτικός προϊστάμενος της διοίκησης έχει υποχρέωση να διασφαλίζει:
- την τήρηση της διοικητικής ουδετερότητας,
- τη νόμιμη χρήση υπηρεσιακών μέσων,
- και την ενεργοποίηση εσωτερικών διαδικασιών ελέγχου όταν προκύπτουν θεσμικά ζητήματα.
Η εκ των προτέρων γνώση και πολιτική αποδοχή μιας πράξης δεν αίρει, αλλά ενισχύει, την ευθύνη εποπτείας. Η θεσμική κανονικότητα δεν κρίνεται από τη συμφωνία ή τη διαφωνία, αλλά από τη συνεπή εφαρμογή των νόμων και των κανόνων.
Από εκείνη τη στιγμή και μετά, το ζήτημα παύει να αφορά μόνο έναν δημόσιο υπάλληλο και μια επιστολή.
Αφορά τη λειτουργία της διοίκησης, την εφαρμογή του νόμου και τα όρια της πολιτικής παρέμβασης.
![]()
[…] Πηγή […]