Στις 28 /8/1948 το ανταρτοδικειο του ΔΣΕ στο χωριό Λια Θεσπρωτίας, κρίνει ενοχη την Ελένη Γκατζογιαννη καταδικαζοντας την σε θάνατο
Η κατηγορια; Προσπάθησε να φυγαδεύσει από το χωριό Λιά της Ηπείρου που ήταν υπό την κατοχή των ανταρτών του ΔΣΕ 20 παιδιά, αναμεσα και τα δικά της, για να τα γλυτωσει απο το παιδομάζωμα.
Για την Ελένη του Εμφυλίου
___________________________________________________
Στάθης Ν. Καλύβας*
Ξανασκέφτηκα την «Ελένη» με αφορμή την επανακυκλοφορία της αυτές τις μέρες από την «Κ». Είναι ένα συγκλονιστικό βιβλίο που συνιστώ ανεπιφύλακτα σε όσους δεν το έχουν διαβάσει – αλλά και σε όσους το έχουν, γιατί είναι τόσο πλούσιο που αποκαλύπτει νέες πτυχές κάθε φορά που το ξαναδιαβάζει κανείς.
Η ιστορία είναι λίγο-πολύ γνωστή. Το 1948 η Ελένη Γκατζογιάννη, κάτοικος του ορεινού χωριού Λια της Μουργκάνας στην Ηπειρο, που ελέγχεται από τους αντάρτες του «Δημοκρατικού Στρατού», αρνείται να παραδώσει τα παιδιά της στις τοπικές αρχές, δηλαδή το ΚΚΕ που σκοπεύει να στρατολογήσει τα μεγαλύτερα και να μετακινήσει στις φιλικές προς αυτό χώρες τα μικρότερα. Πρόκειται για το λεγόμενο «παιδομάζωμα», μια κίνηση που σκοπό είχε να ενισχύσει τις ισχνές εφεδρείες του κόμματος και του στρατού του, αυξάνοντας ταυτόχρονα τον έλεγχό του πάνω στους εναπομείναντες αγροτικούς πληθυσμούς που ζούσαν υπό τον έλεγχό του. Αντιδρώντας, η Ελένη συμμετέχει με επιτυχία στη φυγάδευση των παιδιών της προς την περιοχή που ελέγχεται από το κράτος, μαζί με άλλα παιδιά και κάποιους μεγάλους, συνολικά είκοσι άνθρωποι, όλοι τους άμαχοι. Για την πράξη της αυτή συλλαμβάνεται, βασανίζεται, «δικάζεται» δημόσια και εκτελείται τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, μαζί με άλλους τέσσερις συγχωριανούς της. Μια τοπική τραγωδία ανάμεσα σε χιλιάδες άλλες που σημάδεψαν τον Εμφύλιο και που θα παρέμενε χαμένη στην αχλή της μνήμης των γερόντων ενός ερειπωμένου πια ακριτικού χωριού και διαστρεβλωμένη από τη φημολογία των απογόνων τους, εσωτερικών ή εξωτερικών μεταναστών.
Καθώς ο άνδρας της Ελένης ήταν μετανάστης στην Αμερική, μετά τον χαμό της μάνας τους τα παιδιά της εγκαταστάθηκαν σε μια καινούργια χώρα. Ο μονάκριβος γιος της, ο Νίκος, εξελίχθηκε σε πετυχημένο δημοσιογράφο στους New York Times. Ομως, η ιστορία της μητέρας του για την οποία γνώριζε μόνο αντικρουόμενες φήμες τις οποίες κάλυπτε ένα γενικευμένο πέπλο σιωπής, τον βασάνιζε. Ξεκίνησε λοιπόν μια μεγάλη δημοσιογραφική και ιστορική έρευνα που κατέληξε στην «Ελένη», το 1983. Γραμμένο στα αγγλικά, το βιβλίο γνώρισε μια απίστευτη διεθνή καριέρα. Ο λόγος προφανής: στο κέντρο του βρίσκεται ένα μυστήριο (ο θάνατος της Ελένης), η πρόσβαση στο οποίο συνδυάζει την εξονυχιστική έρευνα με τη ζωντανή γραφή. Πρωταγωνιστής ο ίδιος ο συγγραφέας που δεν είναι απλά ένας ερευνητής. Το βιβλίο ξεπερνάει τα γεωγραφικά και ιστορικά όρια της Ελλάδας και γεννά συναισθήματα αντίστοιχα της αρχαίας τραγωδίας: η θυσία μιας μάνας, η σχέση με τους προγόνους μας, η προσωπική κάθαρση, το νόημα της αλήθειας και της γνώσης, το περιεχόμενο της ταυτότητάς μας, η σύγκρουση δικαιοσύνης και εκδίκησης, μνήμης και λήθης.
Δεν πρόκειται όμως μόνο για ένα αφήγημα πανανθρώπινης εμβέλειας. Είναι και μια βαθύτατα ελληνική ιστορία. Στην καρδιά της βρίσκεται μια εξαιρετική ανθρωπολογική θεώρηση ενός ελληνικού χωριού του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα, τόσο κοντά μας και ταυτόχρονα τόσο μακριά μας.
Μας προσφέρει παράλληλα μια αποτύπωση του Εμφυλίου από την οπτική ενός χωριού που βρέθηκε μέσα στη «κόκκινη» ζώνη, με τη διπλή έννοια της σχέσης του με το ΚΚΕ και της πρώτης γραμμής ενός πολέμου. Ο Λιας ήταν μια «μικρή Μόσχα», δηλαδή ένα φιλικά προσκείμενο στο ΚΚΕ χωριό γιατί τα χρόνια της Κατοχής, όταν κυριάρχησε το ΕΑΜ, υπήρξαν σχετικά εύκολα. Αντίθετα, τα μετακατοχικά χρόνια ήταν πολύ σκληρά με αποτέλεσμα το χωριό να διαιρεθεί, να εγκαταλειφθεί από την πλειοψηφία των κατοίκων του και να υποφέρει τα πάνδεινα. Η «Ελένη» μας επιτρέπει να καταλάβουμε το πώς ακριβώς τοπικές διαμάχες συμπλέκονται με υπερτοπικά, στρατιωτικά και πολιτικά διακυβεύματα μέσα σε ένα ζοφερό κλίμα, για να οδηγήσουν στην τραγωδία. Από την άποψη αυτή, το βιβλίο είναι σε αφηρημένο επίπεδο αντιπροσωπευτικό μιας πανεθνικής τραγωδίας. Συγχρόνως όμως, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως κάθε εμπειρία έχει τις ιδιαιτερότητές της και πως ο Εμφύλιος ήταν ένα μεγάλο μωσαϊκό. Η «Ελένη» δεν μπορεί, και δεν επιδιώκει άλλωστε, να υποκαταστήσει την ιστορία του Εμφυλίου, ακόμη και στο μικροεπίπεδο των καθημερινών ανθρώπων. Ανοίγει προοπτικές, δεν κλείνει.
Τέλος, η «Ελένη» είναι και η ιστορία της υποδοχής της – και του τι μας διδάσκει για τη δημόσια μνήμη του Εμφυλίου. Οι αντιδράσεις στη χώρα μας ήταν από αρνητικές έως εχθρικές (ιδιαίτερα όταν προβλήθηκε η ταινία που βασίστηκε στο βιβλίο).
Στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, η «Δεξιά» (δηλαδή το μη κομμουνιστικό στρατόπεδο, που ξεκινούσε από τις παρυφές του ΚΚΕ και πήγαινε ώς την πιο ακραία δεξιά) δεν είχε δικαίωμα ούτε να έχει, αλλά ούτε και να θρηνεί θύματα. Αντίστροφα, η Αριστερά μπορούσε να διεκδικεί (όλα) τα θύματα και να καλύπτει τους δικούς της θύτες. Πρόκειται για μια γελοία αντίληψη που πλέον πνέει τα λοίσθια, αλλά είχε αδικαιολόγητα μεγάλη διάρκεια και μας έκανε πολύ κακό, καθιστώντας δυνατή και τη φάρσα του «ηθικού πλεονεκτήματος της Αριστεράς» των δύο τελευταίων ετών. Από την άποψη αυτή, ίσως να μην υπάρχει πιο κατάλληλη στιγμή για να διαβαστεί το συγκλονιστικό αυτό βιβλίο.
* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 15.01.2017 • 19:57
.