Παραγωγή:Χριστιανική Φοιτητική Δράση (xfd.gr) Αφήγηση: Μελίνα Μποτέλλη – Ηθοποιός
Το αφιέρωμα της Χριστιανικής Φοιτητικής Δράσης για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση συνεχίζεται: Ἀπ᾿ τῶν προγόνων τό κρασί…
Ἦταν τῆς τρέλας οἱ καιροί! Παράξενοι.
Ξάφνου… σμίξαν στῆς Ἄνοιξης τ᾿ ἀγέρι τὰ μύρα τῶν ἀνθῶν καὶ τὸ μπαρούτι τῶν κλεφτῶν. Στό ᾿να τὸ χέρι τὸ σπαθὶ καὶ στ᾿ ἄλλο τὸ ντουφέκι, βάλαν σημάδι τὸν καιρό. Κι ἀντιλαλῆσαν τὰ ρουμάνια κι οἱ κορφὲς ἀπ᾿ τὴ βροντὴ τῆς φλογισμένης τους ψυχῆς.
Προκάλεσαν τὸν θάνατο, δεῖξαν στὸν χάρο τὸ σπαθί, τὸν κάλεσαν μύριες φορὲς νὰ ξαναβγεῖ στὰ μαρμαρένια ἁλώνια. Ἦταν οἱ πόθοι οἱ κρυφοί, ἦταν οἱ μαῦροι στεναγμοί, αἷμα τῶν δεκατέσσερων γενιῶν στὰ τετρακόσια χρόνια.
Δὲν τὴν ψηφίσαν τὴ ζωή. Εἶπαν: Μέχρις ἐδῶ! Κάλλιο μιᾶς ὥρας λευτεριὰ καὶ θάνατος, παρὰ σαράντα χρόνια στῆς σκλαβιᾶς τὰ αἱματόβρεχτα δεσμά.
Κι ἦταν μονάχοι… Κλειστὲς οἱ πόρτες ποὺ χτυποῦσαν τόσο καιρό, μήπως καὶ κάποιον βροῦν νὰ τοὺς σταθεῖ, νὰ δώσει χέρι ποὺ βοηθεῖ. Πικροί… πῆραν τὸν δρόμο μοναχοί, καὶ μοναχοὶ ξανάρθαν…
Τότε κατάλαβαν… στὰ εἰκονίσματα μπροστὰ γονάτισαν, δῶσαν τὸν ὅρκο τὸν φριχτό. Πῆραν τὴν Παναγιά τους μόνη βοηθό.
Κι Αὐτή, ἡ Μάνα τῶν φτωχῶν, Μάνα τῶν πονεμένων, ἔσκυψε καὶ τοὺς φίλησε στὸ φλογισμένο μέτωπο. Γινῆκαν τότες λέοντες. Δὲν τοὺς τρομάζουν τώρα πιὰ τ᾿ ἀμέτρητα κανόνια, τὸ ἱππικό, τ᾿ ἀρματωμένα τὰ καράβια τοῦ ὀχτροῦ.
Στὴν ὥρα τὴ μεγάλη πετάχτηκε, θαρρεῖς, μέσ᾿ ἀπ᾿ τὴ γῆς, ὁ ἀρχηγός, φτιαγμένος ἀπ᾿ ἀτσάλι. Κι ἦταν βροντὴ ὁ λόγος του, κι ἦταν ἡ σκέψη του φωτιά, ἀκλόνητη ἡ πίστη τῆς καρδιᾶς του: Σὰν ὑπογράφει ὁ Θεός, νικιέται ὁ κόσμος ὅλος! Πίσω ἡ ὑπογραφή Του δὲν γυρνᾶ!
Πιστοί! ἀπὸ τὴν Ἅγια Λαύρα ἀτρόμητοι… πῆραν τὶς πόλεις, τὰ χωριά, τοὺς κάμπους, τὰ βουνά, τὰ κάστρα… τσακίσανε τὸ φίδι στὸ κεφάλι, μέσα στὸ κέντρο τοῦ ὀχτροῦ, τὴν ξακουστὴ Τριπολιτσά. Σὲ κάθε τόπο καὶ σεισμός· κι ἁπλῶσαν τὴ φωτιὰ ἀπ᾿ ἄκρη σ᾿ ἄκρη στὸν Μωριᾶ, στὴ Ρούμελη, στοὺς κάμπους τοὺς θεσσαλικούς, στὴν Ἤπειρο, τὴ Θράκη καὶ ψηλὰ στ᾿ Ἀλέξανδρου τὴ χώρα… Μακεδονία… στὰ νησιά.
Πέρασαν μέρες φοβερές… Εἶδαν νὰ λάμπει στὴ φωτιὰ τὸ Μεσολόγγι, τό ᾿δαν νὰ φτάνει στ᾿ ἄστρα τ᾿ οὐρανοῦ. Εἶδαν τὴ Χιὸ νὰ πνίγεται στὸ αἷμα, στάχτη καὶ κάρβουνο τὰ μαῦρα τὰ Ψαρά… εἶδαν…
Ὅταν ἡ ἀμάχη τέλειωσε καὶ χάρηκαν ἐλεύθερη πατρίδα, μετρήθηκαν… Βαρὺς ὁ φόρος. Εἶχαν ξεμείνει οἱ μισοί. Ζήτημα νά ᾿πιαναν κοντὰ στὶς ὀχτακόσιες πιὰ χιλιάδες. Κι οἱ ἄλλοι τόσοι, ὠιμέ! παιδιά, μανάδες κι ἀδελφοί, ἦταν χωμένοι μὲς στὴ γῆ. Κι ἄλλοι στοῦ πέλαου τὴν ἁρμύρα… κι ἄλλοι τροφὴ τῶν κορακιῶν μὲς στὰ φαράγγια τῶν βουνῶν. Ὤ, ναί! βαρὺς ὁ φόρος τοῦ καλοῦ.
Εἶχαν ποτίσει ἀχόρταγη τὴν ξεραμένη γῆ μὲ δάκρυα, μὲ αἷμα. Ὅμως… εἶχε δοθεῖ ἐκδίκηση στὰ ὄνειρα αἰώνων.
Μποροῦσαν τώρα ὄρθιοι νὰ περπατοῦν μὲς στὰ στενά, νὰ ξανανοίγουν τὰ σχολειὰ γιὰ τὰ παιδιά, νὰ ξαναφτιάχνουν χαλασμένες ἐκκλησιές, σπίτια μὲ φῶς καὶ ὄνειρο… Μποροῦσαν! Σκύψαν… φιλῆσαν μὲ χαρὰ τὴ γῆς… πῆραν νὰ σπέρνουν τὰ χωράφια της δίχως τὸν φόβο τῶν ὀχτρῶν, τὰ δέντρα ν᾿ ἀνασταίνουν.
Δύσκολα διάβηκαν τὰ χρόνια. Πάντα μὲ τό ᾿να χέρι στὸ σπαθὶ καὶ τ᾿ ἄλλο στὸ ντουφέκι. Πόνος καὶ δάκρυ ὁ δρόμος τους, ᾿πὸ μάχη σ᾿ ἄλλη μάχη, μακρὺ τῆς ἀνηφόρας τὸ στρατί… μέχρι νὰ δοῦν καὶ τ᾿ ἄλλα ἀδέλφια τους τῆς λευτεριᾶς τὴ γαλανόλευκη θωριά. Μέχρι καὶ χθές!
Τώρα – διακόσια χρόνια ἀπ’ τὴ φωτιὰ ποὺ φώτισε τὸν κόσμο – ἀναμετροῦνται πάλι τὰ τρισεγγόνια τῶν παιδιῶν τους μὲ τὸν ἀχόρταγο ὀχτρό.
Σκίζουν τοὺς οὐρανοὺς ἀτρόμητοι ἀετοί, μὲ τὰ φτερὰ ἀτσάλινα καὶ τὴν ψυχὴ πυρφόρα. Μετροῦν τὴν κάθε σπιθαμὴ τῆς ἁγιασμένης γῆς μὲ τ᾿ ἀετήσιο βλέμμα τους, γλυκοφιλοῦν τὶς ἐκκλη- σιές της, διώχνουν στὰ βάθη τῆς Ἀσίας τοὺς Περσιάνους. Κι ὅπου γαλαζαστράφτουν τὰ νερά, ἀντριεύονται οἱ θαλασσόλυκοι στὰ κύματα ἀπὸ τὴν Κρήτη κι ὣς τὴ Ρῶ καὶ ὣς τὴ Σαμοθράκη. Ἀόρατοι! Βυθίζονται στὰ βάθη μὲ τὰ δελφίνια συντροφιά. Καὶ πάνω στοῦ Ἔβρου τὴ γραμμὴ κρατοῦν τὸ χῶμα ἀμόλυντο νυχθημερίς.
Μπροστά τους σελαγίζουν ὅλες ἀθάνατες μορφές: Καραϊσκάκης, Μπότσαρης, Ἀνδροῦτσος, Διάκος καὶ Νικηταρᾶς κι οἱ ἄλλοι. Κι ἀπὸ τὴ θάλασσα τοὺς χαιρετοῦν Κανάρηδες, Πιπίνοι… καὶ ὁ Μιαούλης κι ἡ Μαντώ. Ἆ! ἡ Μαντὼ κι οἱ Μπουμπουλίνες… γοργόνες τοῦ φλεγόμενου πελάγου! Κι ἂν κάποια, μόνο μιά, στιγμὴ βρεθεῖ ἠ καρδιά τους ν᾿ ἀπορεῖ, βλέπουν ξανὰ μπροστά τους τοῦ Γέρου τὴν ὁλόφωτη μορφὴ νὰ στρέφει τὴ ματιά τους στὴν Παναγιά, καὶ τὸν ἀκοῦν καὶ πάλι νὰ βροντάει!
‒ Ὀμπρός, ὠρέ! Ὀρθοί, ὡραῖοι, μυθικοί, πῶς γαλαζοβολοῦν κάθε στιγμὴ μὲ φῶς τὴ θεία Ἑλλάδα!
Κι αὐτή, ἡ Ἑλλάδα τους, ἀγαπημένη τ᾿ οὐρανοῦ, ἡλιόλαμπρη, ἁπλώνει ἡ Γαλανόλευκη τὸ χέρι της μαλαματένιο σὲ σιγὴ ἱερή: ‒ Πιεῖτε ἀπ᾿ τῶν προγόνων τὸ κρασί!
.