Τις απογευματινές ώρες, στις οκτώ του Γενάρη,την επαύριον της γιορτής του Προδρόμου, αν βρισκόταν κανείς στην πλατεία του Ντολτσού,δεν θα μπορούσε ούτε βήμα να προχωρήσει,όχι μόνο από το μεγάλο πλήθος των θεατών αλλά και από τα «μπουλούκια» των «φιασμένων»,τους χορούς και το ξεφάντωμα της τελευταίας μέρας του γιορταστικού τριήμερου.
Πρόκειται για τα «ραγκουτσιάρια», όπως λέγονται στη Καστοριά τα καρναβάλια. Αυτά,τα παλιότερα χρόνια, ήταν τελείως αυθόρμητα με καθολική συμμετοχή μικρών και μεγάλων, αγοριών και κοριτσιών, αντρων και γυναικών, απαλλαγμένα από κάθε παρέλαση και βράβευση.
Αρχίζουν από τα Θεοφάνεια με σποραδικές εμφανίσεις «φιασμένων»,συνεχίζονταν την ημέρα του Προδρόμου με τα «μπουλούκια»,τα λαϊκά όργανα,τους ζουρνάδες,τις γκάιντες,τα όργανα,τις λύρες,τα κλαρίνα και τα μπουριά και ξεφάντωναν την Τρίτη μέρα με χορούς και ξεφωνητά στην πλατεία του Ντουλτσού αργά το σούρουπο κι αργότερα σε φιλικά σπίτια ως τις πρωινές ώρες.
Όλα τα σπίτια ήταν ανάστατα. Τα σεντούκια ανοιγμένα άνω- κάτω το ίδιο και τα αρμάρια κι οι κάθε λογίς ντουλάπες.Το «φιάσιμο» ήταν, τις πιο πολλές φορές, έμπνευση της στιγμής και λιγότερο προγραμματισμένο.
Ήταν μια ευκαιρία, όπως και σ’ άλλες γιορτές να ξεφύγουν τα κορίτσια και τ’ αγόρια απ’ τα στενά πλαίσια της περιορισμένης ζωής, με τους αυστηρούς κανόνες της διαβίωσής τους και μακριά από κάθε επίκριση να «ριχτούν», να πειράξουν, ν’ αστειευτούν και να γλεντήσουν.
Χώρια από τα ραγκουτσιάρια που αυτοσχεδιάζονταν στη στιγμή, εκτός από τα μπουλούκια, προγραμματίζονταν κι ορισμένα, που σατίριζαν πρόσωπα και πράγματα, κι έφερναν στη μνήμη παλιές συνήθειες και τρόπους ζωής περασμένων εποχών. Επίσης σχετίζονταν και με ορισμένα επεισόδια κι αγώνες από τον καιρό της Τουρκοκρατίας και του Μακεδονικού αγώνα. Όλα αυτά σαν έμπνευση και σαν εκτέλεση ήταν θαυμάσια. Εκτός από τα ομαδικά ραγκουτσιάρια, έκαμναν την εμφάνισή τους και τα ατομικά. Άλλα απ’ αυτά παρίσταναν διάφορους επαγγελματίες, όπως τον ψαρά με τον πεζόβουλο και τα δίχτυα ,τον καμηλιέρη με την καμήλα, την τσιγγάνα με τον νταιρέ, τα σκουλαρίκια, τα φαρμπαλουτά φουστάνια και τα χαρτάκια στο χέρι κ.λ.π.
Την ημέρα του Προδρόμου οι μικρές ομάδες των παιδιών επισκέπτονταν που είχαν Γιάννηδες και γιόρταζαν κι έπερναν κάποιο χρηματικό δώρο. Στα σπίτια αυτά έκαμναν επισκέψεις και τα μπουλούκια των μεγάλων κι έστηναν το χορό στο δουξάτο ή την αυλή,έπειτα από το απαραίτητο κέρασμα [κρασιά και λουκάνικα]. Η επίσκεψη αυτή δεν κρατούσε πολύ, γιτί έπρεπε το μπουλούκι επισκευή κι άλλους Γιάννηδες.
Και τώρα δυο λόγια για το έθιμο αυτό, τόσο από πλευράς ονομασίας όσο και από πλευράς χρόνου. Τέτοιες γιορτές τελούνταν στην αρχαιότητα για να τιμήσουν διάφορους θεούς ή να αναμνηστούν γεγονότα και δοξασίες,’όπως ήταν τα Διονύσια, τα ελευσίνια, τα ίσθμια κ.α. Όταν κατακτήθηκε η Ελλάδα από τους Ρωμαίους, τότε οι Έλληνες γιόρταζαν τα Σατουρνάλια, γιορτές που μετά τη βυζαντινή περίοδο είχαν σαν κύρια εκδήλωση τα καρναβάλια, που στην Καστοριά γιορτάζονται στις δύο τελευταίες μέρες του δωδεκαημέρου και όχι τις απουκρές.
Οι «φιασμένοι¨[μεταμφιεσμένοι] στην πόλη της Καστοριάς λέγονται ραγκουτσιάρια.
Αυτή η λέξη προέρχεται από το λατανικό rogator,που σημαίνει επαίτης, ή το rogatorio που σημαίνει αίτηση, αφού οι ραγκουτσιάρηδες ενοχλούσαν, αστειεύονταν και με φορτικό τρόπο ζητούσαν δώρα.
Επίσης δικαιολογημένα τα ραγκουτσιάρια γίνονται τις μέρες του δωδεκαημέρου και όχι τις απουκρές, γιατί οι μεταμφιέσεις και οι καλλικάντζαροι, κατά τον καθηγητή Σ Κυριακίδη, είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα των δωδεκαημέρων.
Αλλά και ο μελετητής της λαογραφίας Πολίτης αναφέρει: «Εις τους καλλικαντζάρους έχομε την δαιμονοποίηση των κατά τας εορτάς των καλανδών, μεταμφιεσμένων,οι οποίοι ήσαν πράγμασι ενοχλητικοί».
Έτσι λοιπόν τα ραγκουτσιάρια της Καστοριάς πολύ σωστά γιορτάζονται τις τελευταίες μέρες του δωδεκαημέροου και όχι τις απουκρές.
ΠΗΓΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ: Χαρίλαος Σιάνος