.
Πριν 30 χρόνια ξεκίνησα τη κατάδυση μου στην ελληνική ιστορία, καθώς –μετά από μία μακρά πολιτική και συγγραφική διαδρομή– συνειδητοποίησα πως το έθνος μας είναι υποχρεωμένο να μεταβάλει την ιστορία και τον πολιτισμό του σε όπλο για την επιβίωση και την ολοκλήρωσή του. Μπροστά στα γενικευμένα φαινόμενα της παρακμής μας (δημογραφικής, πολιτισμικής, οικονομικής) έχω επανειλημμένα τονίσει πως θεωρώ ακριβώς τη συνειδητοποίηση αυτής της παρακμής ως την απαραίτητη προϋπόθεση για την υπέρβασή της.
Διότι εάν αυτή δεν συνειδητοποιηθεί δεν μπορούν να αναζητηθούν και τα όποια φάρμακα για τη θεραπεία της. Σε αυτή την κατεύθυνση έχω αναφερθεί επανειλημμένα στο “Finis Greciae” του Χρήστου Γιανναρά, στο “Πεθαίνω σα χώρα” του Δημήτρη Δημητριάδη, στην απαισιόδοξη διαύγεια του Παναγιώτη Κονδύλη.
Εντούτοις, η συνειδητοποίηση της παρακμής πρέπει να λειτουργήσει αναζωογονητικά και να μη μεταβληθεί σε καθολική απογοήτευση· σε μια εγκατάλειψη που καταλήγει και στον χαρακτηρισμό της Επανάστασης του 1821 ως απολύτως αποτυχημένης, το ίδιο και του ελληνικού κράτους. Διότι, αν όντως ισχύει κάτι τέτοιο, τότε καθίστανται παντελώς μάταιες οι όποιες προσπάθειες ανάταξης.
Και τότε είτε θα αποδεχτούμε την παράδοσή μας στις δυνάμεις μιας υπερεθνικής παγκοσμιοποίησης (ως την οικουμενική μεταστοιχείωση του ελληνισμού, όπως υποστήριζε ο Δαυλός) και δεν θα έχουμε άλλο δρόμο από τη φυγή, είτε θα ενταχθούμε σε μία ανύπαρκτη πλέον ορθόδοξη υπερεθνική κοινότητα, είτε θα παραδοθούμε στις αγκάλες της μιας ή της άλλης μεγάλης δύναμης, είτε, στην ίδια τη νεοοθωμανική Τουρκία, όπως υποστηρίζει ο Δημήτρης Κιτσίκης.
Ο Ελληνισμός και οι δύο δρόμοι
Στην πραγματικότητα λοιπόν δύο είναι οι δρόμοι που απομένουν: είτε η μεταβολή της Ελλάδας σε no man’s land μεταξύ της ισλαμικής Ανατολής και της υπό πολιορκίαν χριστιανικής Δύσης, είτε η ιστορική επιβίωση του ελληνισμού με την οικονομική, πνευματική, πολιτική ολοκλήρωση της Επανάστασης που άρχισε το 1821. Oι σημερινοί Έλληνες, εάν δεν πραγματοποιήσουν ένα τέτοιο ιστορικό κατόρθωμα, θα αποσυρθούν από το ιστορικό προσκήνιο.
Και έχει πλέον καταστεί σαφές πως, χωρίς ένα κράτος ικανό να αντισταθεί στον τουρκικό επεκτατισμό, δεν είναι δυνατό να συμμετάσχουν ενεργά οι Έλληνες στις όποιες διαδικασίες της μακρόχρονης ιστορικής συγκρότησης της Ευρώπης – από τα Ουράλια έως τον Ατλαντικό. Και για να είμαστε παρόντες σε αυτήν, η συμβολή μας θα πρέπει να είναι ουσιαστική, όχι μόνο πολιτιστικά αλλά και πολιτικά-στρατηγικά. Τα τελευταία χρόνια έχουμε μάθει να σκεφτόμαστε μικρά για το παρόν, μεγαλόσχημα για το παρελθόν και νεφελωδώς για το μέλλον.
Συναφώς, δεν έχουμε ακόμα συνειδητοποιήσει πως η αντιμετώπιση του νεοοθωμανισμού συνιστά προϋπόθεση της όποιας ευρωπαϊκής –πανευρωπαϊκής προοπτικά– οικοδόμησης. Διότι, μια πιθανή επικράτηση του τουρκικού Ισλάμ στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια θα ακυρώσει την οποία ευρωπαϊκή ενοποίηση. Ίσως αυτό να έχουν εν μέρει κατανοήσει οι Γάλλοι που βλέπουν τη συμμαχία με την Ελλάδα ως στρατηγικής σημασίας για την ίδια την ευρωπαϊκή οικοδόμηση.
Η Ελλάδα μπορεί να διαδραματίσει έναν σημαντικό ρόλο όχι ως παράσιτο ή ως γεωπολιτικό οικόπεδο, αλλά ως πυκνωτής μιας απειλούμενης ευρωπαϊκής ταυτότητας. Οι Έλληνες στο παρελθόν διέσωσαν και διαμόρφωσαν τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, στον Μαραθώνα, στη Σαλαμίνα και στον Γρανικό. Εν συνεχεία, μετέβαλαν τον χριστιανισμό σε οικουμενικό, απέκρουσαν τα κύματα του αραβικού Ισλάμ στα τείχη της Βασιλεύουσας (674-678, 717-718) και με την πτώση τους, το 1453, θα θέσουν όρια στην τουρκική επέκταση προς την Ευρώπη. Τέλος, με την Επανάσταση του 1821 θα εγκαινιάσουν την αποσύνθεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ένας νέος άθλος
Σήμερα πάλι καλούνται να πραγματοποιήσουν έναν νέο άθλο: για να διασωθούν οι ίδιοι, είναι υποχρεωμένοι να αποτελέσουν και το προζύμι μιας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, την ευθραυστότητα της οποίας καταδεικνύουν κατ’ εξοχήν οι “συνοριακοί” Έλληνες. Η σημερινή Ελλάδα θα μπορούσε να λειτουργήσει ως Ακρίτας και πολιτισμικός πυκνωτής της Ευρώπης, ολοκληρώνοντας ταυτόχρονα την αυτεξουσιότητά της και να σταθεί αν όχι ισότιμη με τη μεγάλη της ιστορική παράδοση, αλλά τουλάχιστον αντάξιά της.
Αυτός άλλωστε είναι και ο μόνος εφικτός τρόπος για να ξεφύγουν οι Έλληνες από τη “στενοχωρία” της μικρής Ελλάδας. Τω όντι, καθώς η ιδιοπροσωπία μας υπήρξε πάντοτε και οικουμενική, οι Έλληνες χρειάζονται μιαν “αποστολή” που να υπερβαίνει τα γεωγραφικά τους σύνορα, μέσα από την αποτελεσματική υπεράσπισή τους! Μέχρι το 1922, αυτή η οικουμενική διάσταση έπαιρνε σάρκα και οστά κατ’ εξοχήν με το όραμα της Μεγάλης Ιδέας, που “επέπρωτο να φωτίσει την Ανατολήν”.
Σε μια επόμενη περίοδο, στην Αντίσταση, και πάλι ήθελαν “ελεύθερη πατρίδα και πανανθρώπινη τη λευτεριά”. Πρόκειται για μια σταθερά της ελληνικής ιδιοπροσωπίας. Ακόμα και η ψευδεπίγραφη οικουμενικότητα του παρασιτικού ευρωπαϊσμού, ή των σημερινών αρνητών του έθνους-κράτους, θέλει να εμφανίζεται ως έκφραση της οικουμενικής ιδιοπροσωπίας του ελληνισμού. Όμως, η οικουμενικότητα προϋποθέτει την ύπαρξη ενός ισχυρού έθνους, δεν νοείται οικουμενικότητα ενός συλλογικού υποκειμένου χωρίς ενίσχυση της ταυτότητάς του.
Τρεις προϋποθέσεις
Εν κατακλείδι, για να ολοκληρώσουμε την ανολοκλήρωτη επανάσταση μας, διακρίνω τρεις προϋποθέσεις. Η πρώτη μας υποχρεώνει να στηριχθούμε στη μακρά ιστορική μας διαδρομή και στην άμεσα ψηλαφούμενη ιστορική εμπειρία των τελευταίων διακοσίων χρόνων. Η δεύτερη επιτάσσει να ολοκληρώσουμε τον εκσυγχρονισμό της παράδοσής μας, καταβάλλοντας υπεράνθρωπες προσπάθειες για την ανάταξη των κρατικών οντοτήτων του υπαρκτού ελληνισμού, δηλαδή της Ελλάδας και της Κύπρου. Η τρίτη είναι η αναφορά σε ένα ευρύτερο όραμα, οικουμενικού χαρακτήρα, συνδεδεμένο με τους αγώνες του παρόντος και στην οποία θα μπορούσε να στρατευθεί αποτελεσματικά και η ελληνική Διασπορά.
Πλέον, δεν υπάρχει καμιά δυνατότητα φυγής στα όποια ναρκωτικά ή στην “ευρωστία της σαρκός”. Για να επιβιώσουμε, πρέπει να καταστούμε αντάξιοι της διαχρονίας μας αλλά και της μακράς επαναστατικής και αντιστασιακής παράδοσης του σύγχρονου ελληνισμού. Γι΄αυτό λοιπόν και το πραγματικό πρόσταγμα του ρορτασμού των διακοσίων χρόνων από την Επανάσταση του ’21 δεν μπορεί να είναι τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο από την ιστορική επιβίωση του ελληνισμού στο σημερινό μας έθνος-κράτος.
Επιβίωση που δεν μπορεί να επιτευχθεί πλέον χωρίς την ολοκλήρωσή του, και κατά συνέπεια χωρίς την εκπλήρωση των ιδεολογικών στόχων του μεγάλου 1821﮲ ελευθερία και γλώσσα, έλεγε ο μεγάλος Σολωμός﮲ Ελευθερία –δηλαδή αυτεξουσιότητα– και πολιτισμική αναγέννηση σήμερα. Στο παρελθόν χρειάστηκε να επιμείνουμε στο 1821 ως τη συνέχεια του νεώτερου ελληνισμού, από το 1204 και στο εξής, η οποία και αμφισβητούνταν. Σήμερα πρέπει να αντικρύσουμε το 1821 από τη σκοπιά του σήμερα, «να μεθύσουμε από το αθάνατο κρασί του 21» ως προϋπόθεση της όποιας συνέχειας του έθνους μας.