Τον καιρό που δούλευα στον Μυστρά, τύχαινε πολλές φορές να βρεθώ μοναχός μέσα στην Περίβλεπτο.
Τ’ απόγεμα η εκκλησία σκοτείνιαζε κι αγρίευε. Από πάνου από την σκαλωσιά άκουγα πατήματα. «Κανένα φάντασμα θα περπατά», συλλογιζόμουνα, και γύριζα το κεφάλι μου πάντα κατά το μέρος που στεκόντανε ζωγραφισμένοι οι στρατιώτες και οι πολεμάρχοι. Στεκόντανε στη σειρά ένα γύρο, λίγο ψηλότερα από το χώμα, οι περισσότεροι με βγαλμένα μάτια, τρυπημένοι στο στήθος, πολλοί απ αὐτοὺς κομματιασμένοι από τις σπαθιές. Σε πολλά κεφάλια είχε απομείνει γερό ένα μάτι μοναχά, μα κείνο το μάτι έβλεπε σαν δέκα ζωντανά.
Μνήσθητί μου, Κύριε! Χρόνια πέρασα μέσα σε κείνη την εκκλησιά, και μ’ όλα τούτα ανατρίχιαζα, σύγκρυο με διαπερνούσε. Κείνοι οι χορταριασμένοι τοίχοι ήτανε ζωντανοί, καρδιές χτυπούσανε, νεύρα τανυζόντανε, σπαθιά, σαργίτες, ταρκάσια, σκουτάρια τρίζανε απάνω στα κορμιά. «Και ιδού, σεισμός και προσήγαγε τα οστά, εκάτερον προς την αρμονίαν αυτού. Και είδον· και ιδού επ αὐτὰ νεύρα και σάρκες εφύοντο, και ανέβαινεν επ αὐτὰ δέρμα επάνω. Και εισήλθεν εις αυτά το πνεύμα και έζησαν και έστησαν επί των ποδών αυτών, συναγωγή πολλή σφόδρα».
Ετούτοι είναι οι τελευταίοι στρατιώτες του Παλαιολόγου, τότε που ήρτανε και πιάσανε για μετερίζι της απελιπισίας το φημισμένο βουνό του Ταϋγέτου, σιμά στην αρχαία Σπάρτη. Ανεμοδαρμένο απάνου στον βράχο, μαραζωμένο, τα μάτια τους μελανιασμένα και λαμπερά από την θέρμη, από την αγρύπνια και την αγωνία. Ανατολίτες, στρατολογημένοι από τα μέρη της Σηλύβριας, της Μαύρης Θάλασσας, την Αγχίαλο, την Καβάρνα, κι άλλοι ντόπιοι απ τὸν Δρόγγο των Σκορτών, το Σάλαβρο, το Βοίτουλο, τη Μάνη, τη Γρεμπενή, τον Αϊτό κ.α., αίματα παλιά. Δεν είναι στρατιώτες βαριοί, με κορμιά δυνατά. Τα χέρια τους και τα ποδάρια τους είναι κοκκαλιασμένα, τα κορμιά λιγνά, περπατάνε ελαφρά σαν φαντάσματα, πολεμιστές ενός βασιλείου που δεν είναι τούτου του κόσμου. «Θεία παρεμβολή, θεηγόροι οπλίται παρατάξεως Κυρίου». Σαν τον αφέντη τους τον Κωνσταντίνο, ξέρουνε το κακό το ριζικό τους.
Κι οι άλλοι οι σύντροφοί τους είναι παραπονεμένοι, μα τούτος είναι πολύ θλιμμένος, φαρμάκι στάζει από το στόμα του. Στέκεται σαν πουλί αναφτερουγιασμένο. Στο να χέρι του βαστά αλαφρά το δοξάρι και τ’ άλλο τ’ ακουμπά απάνω στο σπαθί. Από το λαιμό του είναι κρεμασμένη η περικεφαλαία πισ’ απὸ την ωραία κεφαλή του, στον έναν ώμο του έχει ριγμένο το ταρκάσι με τις σαγίτες και στον άλλον ώμο το σκουτάρι του.
Ώρες καθόμουνα και κουβέντιαζα μαζί του σε μια γλώσσα που δε χρειάζεται μηδέ στόμα για να τη πει, μηδέ αφτί, για να την ακούσει. Τον άκουγα που μου μιλούσε από τον άλλο κόσμο, σαν τ’ αγέρι που φυσά απάνου στ’ ἄγρια χορτάρια που ναι φυτρωμένα σε κάστρο ρημαγμένο, μα καταλάβαινα καθαρά τι μου λεγε.
Τούτος ο στρατιώτης δεν είναι κανένας άντρας δυνατός, με κορμί αντρειωμένο, χεροδύναμος και φοβερός. Το κορμί του είναι αλαφρό και λυγερό, τα ποδάρια του ψιλά και μακριά σαν του ζαρκαδιού. Κείνα τα δάχτυλα των χεριών του είναι ίδια κοντύλια ψιλοπελεκημένα, ίδια αγιοκέρια, κι απορείς πως κρατάνε άρματα. Το κεφάλι του γέρνει στον ώμο του σαν του Χριστού. Τέτοιο κεφάλι ποιό πινέλο να το ζωγράφισε! Ζωγράφος είμαι κι εγώ, κι όμως απορώ για την τόση τέχνη. Από ποιό μέρος ήρθε τούτο το χέρι, που κράτησε το πινέλο, για να τυπώσει αυτά τα πικραμένα μάτια, αυτό το πηγούνι, αυτό το στόμα, αυτά τα μαλλιά! Τι μυστήριο κρύβεται μέσα σ αὐτὸν τον καθρέφτη π ἀντιφεγγίζει τις χαρές ενός άλλου κόσμου! Και τι ευτυχία για μας, να φτάξει ίσαμε τα χρόνια μας ένα τέτοιο δώρο εξαίσιο! Πρόσωπο γλυκομελάχρινο, ψημένο από τον ήλιο της Ανατολής, στα μέρη που πολεμούσε για την πίστη του Χριστού. Από τα μισοσφαλισμένα μάτια του βγαίνει μία αντιφεγγιά γλυκιά, ήρεμη και θλιμμένη.
Σ όλο τον κόσμο δεν βρέθηκε, μηδέ θα βρεθεί τέχνη όμοια με της Ανατολής, να δίνει τέτοιο πάθος και τέτοιο γλυκό παράπονο στα πλάσματά της. Όποιος έχει καρδιά θερμή, εκείνος θα με καταλάβει. Καμιά τέχνη δε μεταχειρίστηκε τόσο απλά μέσα και καμιά τέχνη δεν έπιασε τέτοια πράματα. Από κοντά, τα μάτια είναι δυό πινελιές, μια μαύρη και μίαν άσπρη, η μύτη είναι καμωμένη με δυό ελαφρές γραμμές! Δεν είναι λοιπόν μεγάλο μυστήριο; Τι θέλουνε να πούνε αυτοί που μιλάνε για φυσικά και για ανατομίες και για επιστήμες και για οφθαλμολογίες και τέτοια; Εδώ δεν υπάρχει μηδέ φυσικό, μηδέ αφύσικο, μηδέ τίποτα. Εδώ υπάρχει αυτό το ανεξερεύνητο μυστήριο, που δεν μπορεί να το πιάσει μηδέ ο σοφός Σολομώντας, με λόγια, με σκολειά και με φιλοσοφίες. «Δώρημα τέλειον άνωθεν καταβαίνον εκ του πατρός των φώτων». Φλόγα άπιαστη, ακατανόητη πνοή!
Η τέχνη της ανατολικής χριστιανοσύνης είναι καθαρή θροφή για το πνεύμα και χαρά για τα μάτια. Το ιδεώδες της Ανατολής απέχει από το ιδεώδες της Δύσης όσο κι ο ουρανός από τη γη. Με το πάθος η Ανατολή πέτυχε το εξωτικό αποτέλεσμα που ζητά το πνεύμα σαν ελάφι διψασμένο. Η Δύση έκανε ανάμεσα στα έθνη εκείνα όπως ο Προμηθέας, και πήγε το φως σ’ εκείνους που ζούσανε στο σκοτάδι. Πήγε και κούρνιασε στην αϊτοφωλιά, στο Τολέδο, Ανατολίτης ντερβίσης, κήρυκας της εγκράτειας στην τέχνη της ζωγραφικής, βαριεστισμένος από τα πανηγύρια της Βενετιάς. Όπως ήτανε κατατρεγμένοι οι Βυζαντινοί που σκαλώνανε στα βράχια του Μυστρά, έτσι κι ο Θεοτοκόπουλος πήγε και φώλιασε στο Τολέδο.
Πηγή: Αναγνωστικό ΣΤ’ Δημοτικού 1975