O Λάκης Νταηλάκης που ήταν ένας απ’ τους οπλαρχηγούς της Βόρειας Ηπείρου, προερχόταν από παλαιά αρματολική οικογένεια, της οποίας ο προπάππος του είχε γλυτώσει το χωριό τους απ’ τις αρπαχτικές διαθέσεις ενός τρομερού σατραπίσκου, του Σαλή μπέη, απ’ το Μπόζιγκραντ.
Γεννήθηκε στο Βερνίκι της Βόρειας Ηπείρου, που είναι ένα απ’ τα 14 χωριά, που παραχωρήθηκαν το 1924 στην Αλβανία, ύστερα από απόφαση Επιτροπής από Γάλλους, Άγγλους και Ιταλούς, που είχαν στηριχτεί σε ένα πρωτόκολλο της Φλωρεντίας του 1913.
Το πραγματικό επώνυμο του Λάκη Νταηλάκη ήταν Ντέλιος, ενώ το Νταηλάκης ήταν το ψευδώνυμό του. Ζωηρός στο χαρακτήρα κι εχθρός της αδικίας ο Ντέλιος, βρέθηκε στην ανάγκη σε νεαρή ηλικία, να σκοτώσει τον Τουρκαλβανό Ντεμίρ αγά, στις 21 Μαΐου 1900, γιατί είχε γίνει αληθινή μάστιγα στο Ελληνικό στοιχείο τον χωριού του.
Κι επειδή δεν ήταν εύκολο να φύγει ύστερα απ’ τη διάπραξη του φόνου εκείνου, αναγκάστηκε να παρουσιαστεί στις Τουρκικές Αρχές της Κορυτσάς, εκθέτοντας και τους λόγους, που τον ώθησαν να διαπράξει το φονικό. Για την πράξη του όμως εκείνη παραπέμφθηκε στο Δικαστήριο και καταδικάστηκε σε 15χρονη φυλάκιση. Έλληνες, ευκατάστατοι τότε της Κορυτσάς που παρακολούθησαν τη διεξαγωγή της δίκης, τόσο πολύ συγκινήθηκαν που αφού συγκέντρωσαν χρήματα από ομογενείς τους, έκαμαν αναθεώρηση της δίκης, με αποτέλεσμα να αθωωθεί ο Ντέλιος και να αφεθεί ελεύθερος.Όταν όμως εκείνος θέλησε να επιστρέψει στο χωριό του, Τουρκαλβανοί που παρακολούθησαν την δίκη κι είδαν πως αθωώθηκε, θέλησαν να στήσουν καρτέρι κι αφού τον πιάσουν, να εκδικηθούν το φόνο του ομοεθνούς τους!
Ωστόσο όμως ο Ντέλιος γλύτωσε, γιατί ένας Έλληνας αμαξηλάτης που ανάλαβε να τον μεταφέρει στο χωριό του, τράβηξε τα παραπετάσματα του αμαξιού τον, για να μη φαίνεται. Κι όσοι από περιέργεια ρωτούσαν τον αμαξηλάτη ποιους μεταφέρει, εκείνος απαντούσε πως μεταφέρει το χαρέμι (φαμίλια) ενός Τούρκου μπέη.
Έτσι, χωρίς να πάθει κακό στη διαδρομή από Κορυτσά μέχρι το χωριό του, ο Ντέλιος έφτασε στο σπίτι τον. Επειδή όμως κινδύνευε η ζωή του απ’ τους Τουρκαλβανούς του χωριού του, αναγκάστηκε να φύγει και να ενταχθεί στο ένοπλο Σώμα του καπετάν Κώττα, απ’ τη Ρούλια της Φλώρινας και να γίνει πρωτοπαλίκαρό του, παίρνοντας το ψευδώνυμο Νταηλάκης. Οι Έλληνες κάτοικοι του χωριού του, που είχαν τρομοκρατηθεί από τρεις συμμορίες, δεν έβγαιναν όχι μόνο από τα σπίτια τους, αλλά και απ’ το χωριό τους ακόμα, αναθέτοντας έτσι τις εργασίες στις γυναίκες τους.
Θυμωμένος ο Νταηλάκης για το φέρσιμο των ανδρών του χωριού του και θέλοντας από το ένα μέρος να απαλλάξει τις γυναίκες απ’ τα ανδρικά καθήκοντα και από τ’ άλλο να κάμει τους άνδρες του, να διώξουν το φόβο που τους είχε πιάσει, υποχρέωσε 50 απ’ αυτούς να αλωνίσουν μια μέρα αγκάθια με γυμνά πόδια. Αυτό, ανάγκασε τους Έλληνες άνδρες του χωριού, να αναλάβουν τα καθήκοντα των σπιτιών τους, πράμα που ικανοποίησε και τις γυναίκες τους.
Θα παραθέσουμε διάφορα χαρακτηριστικά γεγονότα απ’ τη δράση του καπετάν Νταηλάκη κατά Τούρκων και Βουλγάρων, για να καταφανεί η παλληκαριά του! Έτσι αρχικά έβαλε με το νου του, να σκοτώσει το Βούλγαρο Βοεβόδα, Τσακαλάρωφ, γιατί όπως άκουε, έκαμνε μεγάλα κακά στους Ορθόδοξους Έλληνες.
Επειδή όμως η προσπάθεια του Νταηλάκη δεν πέτυχε για την εξόντωση του Τσακαλάρωφ, στράφηκε στις αρχές του 1905 σ’ άλλους δύο αρχικομιτατζήδες, τους Κουρσάκωφ και Κλιάτσεφ, που βρίσκονταν στο χωριό Μποχοχώρι.
Φτάνοντας λοιπόν εκεί, αφού έπιασε τους δύο Βουλγάρους σκοπούς τους, κάλεσε τους αρχηγούς τους, να αναμετρηθούν. Κι όταν εκείνοι είδαν πως βρίσκονταν σε δύσκολη θέση, κάλεσαν το μεγάλο Αλβανιστή, Χουσείν μπέη, θερμό φίλο των Βουλγάρων, να τους βοηθήσει.
O Χουσείν αφού συγκέντρωσε δύναμη από 100 χωρικούς οπλισμένους τους πήρε μαζί του και αφού τέθηκε επί κεφαλής τους, ακολούθησε τον τακτικό στρατό, για να χτυπήσει τον Νταηλάκη.
H Επιτροπή όμως αγώνα της Βίγλιστας, που με ανθρώπους της παρακολουθούσε τις κινήσεις τόσο του τακτικού Τουρκικού στρατού, όσο και του Χουσείν μπέη, έστειλε το Σπύρο Νάστο, έμπιστό της, να ενημερώσει το Νταηλάκη. O Νταηλάκης μόλις ενημερώθηκε, έπιασε 30 ξυλοκόπους Αλβανούς, που δούλευαν στο δάσος που βρισκόταν κι αυτός, τους οποίους και περιόρισε. Κατόπιν έστειλε ένα απ’ αυτούς, να πάει στο Χουσείν και να του πει πως αν τυχόν τολμήσει, να τον χτυπήσει με τους ένοπλους χωρικούς που συγκέντρωσε, θα βρεθεί στην ανάγκη να σφάξει όλους τους ομόφυλούς του, που βρίσκονταν στα χέρια του. H ειδοποίηση που ήταν γραφτή, να τι έλεγε: “-Σεις είσθε πολίτες και δεν έχετε δικαίωμα να έρθετε με Τουρκικό στρατό, να μας καταδιώξετε. Επειδή όμως τρέφετε μίσος κατά του Ελληνισμού και ενδιαφέρεσθε για τους Βουλγάρους, έρχεσθε εναντίον μας, να βοηθήσετε αυτούς”.
Τέτοια ήταν η απήχηση απ’ το περιεχόμενο τον γράμματος του Νταηλάκη, που όχι μόνο οι χωρικοί Αρβανίτες έφυγαν, αλλά κι ο τακτικός στρατός. Κι αφού ο Νταηλάκης έγινε αρχηγός ομάδας ανταρτών, βρέθηκε στις 15 Φεβρουαρίου 1905 στο χωριό του Μοράβα, Χότσιστα, ύστερα από πρόσκληση ενός καλού πατριώτη, απ’ τη Ζήτσιστα, του Γιάννη Πετρόπουλου. O Πετρόπουλος τον κάλεσε, να τον συμβουλεύσει, να είναι προσεκτικός, γιατί όπως άκουσε, ο Αλβανιστής Χουσείν μπέης, είχε τάξει πολλά χρήματα σε κείνον που θα πρόδιδε το κρησφύγετό του!
Πράγματι, όταν ο Νταηλάκης βρέθηκε με 5 άνδρες στη Χότσιστα, κυκλώθηκε από μια διλοχία Τουρκικού στρατού, με σκοπό να ερευνηθούν όλα τα σπίτια των Ελλήνων του χωριού. Δύσκολη έγινε τότε η Θέση του Νταηλάκη, γιατί υπήρχε φόβος να πιαστεί, αφού θα βρισκόταν σε σπίτι Έλληνα κατοίκου.
Και σαν είδε έξω από το σπίτι που βρισκόταν, ένα Τούρκο, τον πλησίασε και τον παρακάλεσε να τον δεχτεί στο σπίτι του γιατί όπως είπε, η παραμονή του σ’ αυτό ήταν σίγουρη, αφού δεν επρόκειτο οι Τούρκοι να κάμουν έρευνα σ’ αυτό, εφ’ όσον ανήκε σε Τούρκο.
O Τούρκος, που έφερνε το όνομα Οσμάν, τον δέχτηκε μαζί με τους άνδρες του κι έτσι αποφεύχθηκε η σύγκρουση, γιατί αν γινόταν, θα είχε δυσάρεστα αποτελέσματα όχι μόνο για τους χωρικούς αλλά και για το Νταηλάκη με τους άνδρες του.
Την επόμενη μέρα ο Νταηλάκης με τη βοήθεια του Οσμάν έφυγε με τους άντρες του, ανεβαίνοντας σε γειτονικό βουνό. Επειδή όμως υπήρχε εκεί χιόνι, έφυγε για τη Ζήτσιστα, παραμένοντας στο σπίτι του Πετρόπουλου ένα τριήμερο. Όταν όμως επέστρεψε και πάλι στη Χότσιστα, συγκρούστηκε στο δρόμο με τη Βουλγαρική συμμορία του Γιοβάνωφ, απ’ την Αχρίδα, χωρίς δυσάρεστα αποτελέσματα.
Στο Βογατσικό που βρέθηκε αργότερα ο Νταηλάκης, συναντήθηκε με το Βασίλη Αγοραστό, Γραμματέα του Ελληνικού Προξενείου Μοναστηρίου, με τον οποίο και μίλησε για τον αγώνα.
Παράλληλα όμως βρήκε εκεί και δύο μέλη της επιτροπής του αγώνα του Άργους Ορεστικού, τους Γιάννη Παπαγεωργίου και Γιάννη Βιτσόπουλο, που είχαν φέρει γραπτή διαταγή στο Νταηλάκη, να εξοντώσει ένα φανατικό Βούλγαρο, τον Κοσμά, με άλλους δύο, που ήταν επικίνδυνα όργανα του Βουλγαρικού Κομιτάτου.
Τρία μερόνυχτα καιροφυλάκτησε στα δυτικά της λίμνης Καστοριάς ο Νταηλάκης μέσα σε βάρκα κοντά στο Δισπηλιό, για να τους πιάσει. Δεν πέρασαν όμως απ’ εκεί, παρά μόνο Τουρκικά αποσπάσματα, που τ’ αντιλήφθηκε μέσα απ’ τα πυκνά καλάμια, που τον φύλαγαν.
Μα αν ο Νταηλάκης δεν πέτυχε την εξόντωση των τριών εκείνων οργάνων του Βουλγαρικού Κομιτάτου, την εξόντωσή τους πραγματοποίησε στις 25 Σεπτεμβρίου 1906 ο καπετάν Σούλιος. Κάποτε ο Νταηλάκης είχε στήσει με τους άντρες του νυχτερινή ενέδρα σε μια Βουλγαρική συμμορία. Ζωηρά γαυγίσματα σκυλιών ματαίωσαν το πέρασμά τους απ’ εκεί κι αναγκάστηκαν, να επιστρέψουν στη βάση τους.
O Νταηλάκης αν και έξυπνος ωστόσο όμως κάποτε γελάστηκε και να πως! Βουλγαρική συμμορία που βρέθηκε στο χωριό του, ανάγκασε τρεις συγχωριανούς του, να τον συναντήσουν λέγοντάς του πως τάχα είναι αγανακτισμένοι απ’ τους Βουλγάρους και θα πρέπει να πάει να τους κυνηγήσει.
Εκείνος πίστεψε και ξεκίνησε. Αποσπάσματα όμως Τουρκικού στρατού, που είχαν ξεκινήσει απ’ τη Βίγλιστα, Κρυσταλλοπηγή και Σφήκα, κύκλωσαν το χωριό. Ευτύχημα για τον Νταηλάκη ήταν το δάσος, που υπήρχε εκεί κοντά, μέσα στο οποίο και γλύτωσε.
Το Δεκέμβρη του 1907 ο Νταηλάκης αιχμαλωτίστηκε απ’ τον Τουρκικό στρατό και οδηγήθηκε στις φυλακές του Μοναστηρίου. Με την ανακήρυξη όμως του Τούρκικου Συντάγματος (Ιούλιος 1908) αμνηστεύθηκε και εγκαταστάθηκε στη Βίγλιστα.
Στη Βίγλιστα είχε ιδρυθεί την εποχή εκείνη μία νεοτουρκική λέσχη με την ονομασία “Τζεμιέτ”, που εκτός από τους άλλους σκοπούς της, είχε προγραμματίσει και τη δολοφονία του Λάκη Νταηλάκη.
Έτσι, στις 16 Φεβρουαρίου 1909 ο διοικητής της Αστυνομίας Βίγλιστας Λουτφέ μπέης, κάλεσε το Νταηλάκη στο Γραφείο του, λέγοντάς τον πως δύο φορές τη βδομάδα θα πρέπει να δίνει στην Αστυνομία το παρόν.
O Νταηλάκης που θεώρησε παράνομη τη διαταγή του διοικητού της Αστυνομίας, διαμαρτυρήθηκε στον Καϊμακάμη (Έπαρχο), γιατί όπως είπε, για το αδίκημα που καταδικάστηκε, αμνηστεύθηκε.
H επιτροπή αγώνα όμως του Άργους Ορεστικού που έμαθε, τι ζητούσε η Τούρκικη Αστυνομία απ’ το Νταηλάκη στη Βίγλιστα, τον ζήτησε στην πόλη τους για καλύτερη ασφάλεια.
Αλλά όπως στη Βίγλιστα, έτσι και στο Άργος Ορεστικό η Τούρκικη Αστυνομία ζήτησε να δίνει το παρόν και σ’ αυτή. Μεγάλη μάλιστα φιλοφρόνηση έδειξε σ’ αυτόν ο Τούρκος Αστυνόμος του Άργους Ορεστικού, ο οποίος κάμνοντας πως τάχα ενδιαφέρεται για την ασφάλειά του, ρώτησε να μάθει που θα διανυκτερεύσει στο Άργος Ορεστικό, που πήγε για να μείνει.
Τις φιλοφρονήσεις όμως του Τούρκου Αστυνόμου υποψιάστηκε ο Νταηλάκης και δήλωσε πως θα διανυκτερεύσει στο ξενοδοχείο του Φλόκα.
Κι ο Τούρκος Αστυνόμος που ήθελε να εξοντώσει το Νταηλάκη, έστειλε με πολιτική περιβολή το βράδυ της ημέρας εκείνης στο ξενοδοχείο 4 Τούρκους χωροφύλακες, που μιλούσαν και τη Βουλγαρική γλώσσα, και όταν παρουσιάστηκαν σαν πελάτες στο ξενοδοχείο, άρχισαν να περνούν απ’ τα δωμάτια, τάχα πως διάλεγαν σε ποιο απ’ αυτά να μείνουν, ενώ σκοπός τους ήταν, να βρουν σ’ ένα απ’ αυτά το Νταηλάκη.
Δεν πέτυχαν όμως στο σκοπό τους, γιατί ο Νταηλάκης νωρίς έφυγε απ’ το Άργος και σαν έφτασε στα Ελληνοτουρκικά σύνορα, έγραψε στο μουντίρη (υποέπαρχο) του Άργους Ορεστικού τα παρακάτω:
“-Κηρύξατε το Σύνταγμα κι ενώ απ’ το ’να μέρος μας δώσατε αμνηστία, απ’ τ’ άλλο ιδρύσατε το “Τζεμιέτ” για να μας σκοτώνετε. Το πρόγραμμά σας είναι Τούρκικο, βάρβαρο. Το πολύ – πολύ θα σκοτώσετε καμιά πεντάδα από μας όμως όλοι οι άλλοι εμείς θα βγούμε στα βουνά “.
Κι αφού ο Νταηλάκης τόσους αγώνες έκαμε κατά Τούρκων και Βουλγάρων στο Μακεδονικό αγώνα της Δυτικής Μακεδονίας, απ’ τον οποίο και επέζησε η μοίρα του φαίνεται φθόνησε τη δόξα του. Έτσι, στις 5 Οκτωβρίου 1941 σκοτώθηκε ανάμεσα στα χωριά Κορομηλιά και Λεύκη της Καστοριάς από Βουλγάρους, που ήταν όργανα του Κάλτσεφ, Βουλγάρου συνδέσμου του Γερμανικού Φρουραρχείου.
Το Βορειοηπειρώτη αυτόν Μακεδονομάχο τίμησε η Καστοριά, στήνοντας την προτομή του στη Θέση “ΜΥΛΟΙ” που βρίσκεται στην είσοδό της απ’ τα N.Δ. Παράλληλα όμως τίμησε τη μνήμη του κι ο Κρητικός, Παύλος Γύπαρης, αφιερώνοντας σ’ αυτόν τους παρακάτω στίχους:
“Λάκης Νταηλάκης έδρασε, δε λύγισε κεφάλι
γιατί δεν τον μαστίγωνε ποτέ τον φόβου η ζάλη.
Με Θάρρος και παλληκαριά ετήρησε τον όρκο
κατ πλήρωσαν οι Βούλγαροι το αίμα τον με τόκο.”
Ένας αδελφός του Λάκη, ο Γιάννης στην εποχή της εχθρικής Κατοχής (1941-1944) φυλακίστηκε 8 μήνες απ’ τους Ιταλούς. Στις 21 Μαρτίου 1943 σκοτώθηκε απ’ τους ΕΛΑΣίτες. Και δεν έφτασε μόνο αυτό το κακό για την οικογένεια του Γιάννη Νταηλάκη. Τη μέρα που ο πατέρας παράδινε την ψυχή του στο Θεό, την ίδια ακριβώς μέρα οι Ιταλοί ντουφέκιζαν και το γιό του Μανώλη, μαθητή του Γυμνασίου, ενώ ένα άλλο γιό του, το Δημήτρη σκότωσαν οι Ελλασίτες στις 15 Αυγούστου 1945, για να ξεκληριστεί έτσι όλη σχεδόν η οικογένεια του αδελφού του Λάκη Νταηλάκη, Γιάννη.
1. Διευκρινίζεται ότι γεννήθηκε στο Βερνίκι Βιγλίστης της επαρχίας Κορυτσάς περιοχή της Μακεδονίας. Συνεπώς είναι Μακεδών και όχι Βορειοηπειρώτης.
Ακολουθεί απόσπασμα από το βιβλίο “Ο καπετάν Λάκης” του Συλλόγου “Φίλοι Μουσείου Μακεδονικού Αγώνος Νομού Καστοριάς” εκδ. 2000
….O Λάκης συνέχισε την πατριωτική του δράση και μετά τη λήξη του Μακεδονικού Αγώνα (1908), οργώνοντας τη Δυτ. Μακεδονία και την περιοχή της Κορυτσάς με το Σώμα του, μετά από οδηγίες των Επαναστατικών Κέντρων των Αθηνών, της Κορυτσάς και τον Μοναστηρίου, από το 1909 ως το 1912.
Το 1940 κι ενώ βρισκόταν στην προχωρημένη ηλικία των 60 χρόνων, πρόσφερε και πάλι τις υπηρεσίες του υπηρετώντας στο Στρατηγείο της ΙΧ Μεραρχίας.
Το 1924, όταν το χωριό Βερνίκι παραχωρήθηκε με τα δεκατέσσερα χωριά στην Αλβανία, ο Λάκης με τον αδελφό του Γιάννη, Ο οποίος για το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ήταν υπαρχηγός τον, εγκαταστάθηκαν στην Κορομηλιά Καστοριάς. H υπηρεσία εποικισμού τους παραχώρησε το σχετικό αγροτικό Κλήρο.
Όταν οι Γερματοϊταλοί υποδούλωσαν την Ελλάδα, πολλοί συμβούλεψαν τα δύο αδέλφια να φύγουν στην Αθήνα, επειδή εμφανίστηκε στην περιοχή η βουλγαρική οργάνωση “ΟΧΡΑΝΑ”, η οποία είχε ως πρώτο στόχο την εξόντωση των Μακεδονομάχων. Τα δύο αδέλφια όμως θεώρησαν ντροπή να εγκαταλείψουν την επαρχία σε εποχή κρίσιμη, όπου οι Βούλγαροι εκτραχηλισμένοι, πολλαπλασίαζαν χωρίς αρχή και τέλος τις προκλήσεις και τις αυθάδειές τους, κι είχαν σκοπό τους να ιδρύσουν και πάλι εθνικές ομάδες. Δυστυχώς τα σχέδιά τους έμειναν απραγματοποίητα, γιατί δολοφονήθηκαν από τους εχθρούς της Πατρίδας, όπως περιγράφεται παρακάτω:
Στις 5 Οκτωβρίου του 1941, ο Λάκης Νταηλάκης δολοφονήθηκε μεταξύ Κορομηλιάς και Λεύκης Καστοριάς, από βουλγαρική ομάδα, την οποία είχε οργανώσει το Κομιτάτο της Σόφιας κι ο ξακουστός για τη δράση του στο ΕΑΜ – ΣΝΟΦ Τερπόφσκι ή Ζησιάδης από το Δενδροχώρι (ηγετικό στέλεχος των Βουλγάρων και K.K.E., στενός συνεργάτης του υπολοχαγού του Βουλγαρικού Στρατού Κάλτσεφ¹ ). O αδελφός του Γιάννης είχε φυλακιστεί στην Αθήνα 8 μήνες από τους Ιταλούς, στους οποίους τον είχε καταδώσει η “ΟΧΡΑΝΑ”.
Την 21η Μαρτίου του 1943, ο Γιάννης Νταηλάκης, αμέσως μόλις αφέθηκε από τις φυλακές, σφάζεται με τον αγριότερο τρόπο στη Λάγκα Καστοριάς από τμήμα του ΕΛΑΣ – ΣΝΟΦ με αρχηγό πάλι τον περιβόητο Τερπόφσκι, αρχηγό της ΣΝΟΦ και θερμό στέλεχος τον ΕΛΑΣ.
Αυτόπτες μάρτυρες διηγούνται πως, την ώρα που τον χτυπούσαν με πέτρες, ξύλα και μαχαίρια, Ο Γιάννης Νταηλάκης, φώναξε στους δήμιους: “-Βαράτε σκυλιά. H Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει. θα τα πληρώσετε μια μέρα “.
Την ίδια μέρα, στην Καστοριά, οι Ιταλοί, μετά από σύσταση των Βουλγαροκομιτατζήδων (ΟΧΡΑΝΑ), τουφεκίζουν το γιο του Εμμανουήλ Νταηλάκη, μαθητή τον γυμνασίου. (Καταφαίνεται πλήρως η συνεργασία ΣΝΟΦ και Βουλγαροκομιτατζήδων).
Στις 15 Αυγούστου 1943 συλλαμβάνεται από τμήματα τον ΕΛΑΣ – ΣΝΟΦ, ο δεύτερος και τελευταίος γιος του Γιάννη Νταηλάκη ο Δημήτριος. Δοκιμάζει την ίδια φριχτή τύχη με τον πατέρα του και δείχνει στωικό ηρωισμό, ίδιο μ’ εκείνον του πατέρα του.
Η χήρα του Ιωάννη Νταηλάκη πεθαίνει λίγο αργότερα από κακώσεις και κακουχίες. Η οικογένεια ολάκερη μαρτύρησε.
Αυτό είναι το φρικτό τέλος της ηρωικής οικογένειας Λάκη και Γιάννη Νταηλάκη.
Από τη μεγάλη αυτή και ηρωική οικογένεια σώθηκαν η χήρα του Νικολάου (Λάκη) Νταηλάκη, η οποία κατόρθωσε να ξεφύγει και να κρυφτεί στην Καστοριά και τα τρία παιδιά του καπετάν Λάκη, ο Ευστράτιος, η Θωμαή και η Αντωνία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο γιος του, Ευστράτιος, το 1943 κι ενώ ήταν μαθητής γυμνασίου, πιάστηκε από τους Βουλγαροκομιτατζήδες, μαζί με τον ξάδελφό του Εμμανουήλ Νταηλάκη, αλλά κατόρθωσε να δραπετεύσει και στη συνέχεια, μετά από πολλές ταλαιπωρίες, κατάφερε να φτάσει στην Ήπειρο, όπου κατατάχθηκε στις Εθνικές Ομάδες του Ναπ. Ζέρβα και υπηρέτησε μέχρι το τέλος με τον απονεμηθέντα βαθμό τον εφ. Ανθυπολοχαγού.
Στις 27-8-1960, προς τιμήν του Μακεδονομάχου Οπλαρχηγού Α’ τάξεως Λάκη Νταηλάκη στήθηκε προτομή του στην είσοδο της πόλης της Καστοριάς.
1. Γνωστός από τη δίκη Ραβάλη – Κάλτσεφ, καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε. Ήταν ιδρυτής της ΟΧΡΑΝΑ (= προσωπική τον αστυνομία) και των Ομάδων (Γκρούπες) Βουλγαροκομιτατζήδων συνεργατών των Ιταλογερμανών, με κύρια αποστολή την εξόντωση των Μακεδονομάχων.
ΛΑΚΗΣ ΝΤΑΗΛΑΚΗΣ
(Από το βιβλίο “Δάφνες της Μακεδονίας”, εκδ. 1969, Νανάς Π. Κοντού).
Ήρωα αρχηγέ μπήκες στον αγώνα εικοσάχρονο παιδί
φυλακίστηκες για τον θάνατο τον τύραννου Ντεμίρ – Αγά.
Αγωνιζόσουνα για τα μεγάλα σύμβολα της φυλής
με πίστη και αυτοθυσία στο θλιμμένο
Βερνίκι και στη Βίγλιστα.
Τα βογγητά των σκλαβωμένων σου έγιναν σκαλί
δύναμης, θεμέλιωσαν Ναό αόρατο στην ψυχή σου
που σ’ οδήγησε να δεις φανερά τη δολοφονική
μάσκα των Βουλγάρων, Αλβανών και Ρουμάνων.
Κληρονόμησες την ανδρεία τον πάππου σου αρματολού,
ο καυτός αγέρας του μίσους των εχθρών σ’ έφερε ήρωα
πολεμιστή στο πλευρό του Κώτα κι αργότερα στο σώμα σου,
παλεύοντας στο καμίνι της σκλαβιάς η ψυχή σου
στην Καστοριά, Ζαγορίτσιανη και στο ηρωικό Αργος Ορεστικό…
Γλύτωσες τις ενέδρες των Βοεβόδων Κλάσιεφ και Τσακαλάρωφ
όχι όμως του ληστή Ρουμάνου Κατσάμακα που σε φυλάκισε.
Ελευθερώθηκες το 1908 με το Νεοτουρκικό Σύνταγμα.
Βάδιζες στη θρυλική πορεία, έμελε το ηρωικό σου σώμα
ν’ αγκαλιάσει το ελεύθερο χώμα της Μακεδονίας με αγάπη…
1941 οι Βούλγαροι σε δολοφόνησαν,
πέθανες ευτυχισμένος αφού το στεφάνι του αγώνα σου
στεφάνωσε τη Νίκη της Ελλάδας.
Γενναίε Μακεδονομάχε η οικογένειά σου
σωστή εκατόμβη στον αγώνα!