Όπως ήταν αναμενόμενο δεν «πέρασε» το νομοσχέδιο με το οποίο αίρονται οι περιορισμοί για την ψήφο των ομογενών. Απαραίτητες ήταν 200 ψήφοι και έλαβε 190 θετικές, ενώ καταψήφισαν 23 βουλευτές.
Χαρακτηριστικό είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αποχώρησε διαμαρτυρόμενος, για τα μέτρα που ισχύουν στη Βουλή λόγω Covid. Ενώ και το ΚΚΕ και το ΜέΡΑ25 είχαν ταχθεί κατά του νομοσχεδίου.
«Το μικρόψυχο κομματικό συμφέρον του ΣΥΡΙΖΑ έθεσε βέτο στην πρόθεση της κυβέρνησης», υπογραμμίζει ο Κυριάκος Μητσοτάκης
«Σήμερα, δυστυχώς η χώρα έχασε την ευκαιρία να αποδώσει στους Έλληνες που ζουν στο εξωτερικό το δικαίωμα να ψηφίζουν ανεμπόδιστα στις εθνικές εκλογές από τον τόπο παραμονής τους. Το μικρόψυχο κομματικό συμφέρον του ΣΥΡΙΖΑ έθεσε βέτο στην πρόθεση της κυβέρνησης να άρει κάθε περιορισμό στη συμμετοχή των εκτός συνόρων συμπολιτών μας στην εκλογική διαδικασία. Και έτσι και πάλι, η κοντόθωρη παραταξιακή αντίληψη υπονόμευσε μία εθνική αναγκαιότητα.
Είναι γνωστό ότι με πρωτοβουλία της Νέας Δημοκρατίας, είχε ήδη γίνει ένα σοβαρό βήμα: Προ 15 μηνών, για πρώτη φορά στην ιστορία, όλα τα κόμματα της Βουλής συμφώνησαν να διευκολυνθούν, επιτέλους, οι απόδημοι να ψηφίζουν από όπου βρίσκονται. Για να υπάρξει, όμως, συναπόφαση όλων των δυνάμεων, η κυβέρνηση δέχτηκε, τότε, να τεθούν οι προϋποθέσεις της διετούς παραμονής στην Ελλάδα τα τελευταία 35 χρόνια και οι άνω των 30 ετών να είναι φορολογικά ενήμεροι.
Η κυβέρνηση δεν προέταξε κανέναν όρο. Αυτοί ήταν απαίτηση της αντιπολίτευσης. Υποχώρησε, όμως, στο όνομα της συναίνεσης για τον υπέρτερο σκοπό. «Δεν είναι η ιδανική, αλλά είναι η μόνη ρεαλιστική και άμεσα εφαρμόσιμη λύση. Διαφορετικά το μείζον θα υποτασσόταν στο έλασσον. Και αντί για ένα σημαντικό βήμα από την καθήλωση, θα υποχωρούσαμε δύο βήματα στο όνομα ενός άλματος που δεν θα γινόταν ποτέ». Αυτά ήταν τα λόγια μου μέσα στη Βουλή. Και ισχύουν και σήμερα.
Μεσολάβησαν, ωστόσο, δηλώσεις εναντίον των περιορισμών -και μάλιστα από την αρμόδια για τον απόδημο Ελληνισμό βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ. Ελπίζοντας, λοιπόν, ότι θα μπορούσε να ολοκληρωθεί η εθνική πρωτοβουλία, η κυβέρνηση κατέθεσε νέο νόμο για την απόλυτα ελεύθερη ψήφο των εκτός επικράτειας συμπατριωτών μας, που είναι εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους. Με την προσδοκία ότι θα ψηφιζόταν κι αυτός από τα 2/3 των βουλευτών, ώστε να ισχύσει αμέσως.
Αλίμονο, όμως. Ο ΣΥΡΙΖΑ είπε ξανά ψέματα, προσβάλλοντας όλους τους Έλληνες και πρώτα απ’ όλους όσους ζουν μακριά απ’ την πατρίδα: Αυτούς που μόχθησαν και πρόκοψαν με τη σκέψη σ’ αυτήν. Τους επιστήμονες και τους επιχειρηματίες που την τιμούν στο εξωτερικό. Εκείνους που έφυγαν στα χρόνια της κρίσης. Αλλά και τους φοιτητές μας που σπουδάζουν για να επιστρέψουν. Όλους εκείνους, δηλαδή, που ανήκουν στη χώρα. Γι’ αυτό και τους ανήκει το δικαίωμα να έχουν λόγο γι’ αυτήν.
Υπαναχωρώντας από όσα έλεγε, η αξιωματική αντιπολίτευση καταψήφισε, σήμερα, την άρση των περιορισμών. Αυτή που ζητούσαν εξαρχής και επίμονα οι απόδημοι. Έγινε έτσι ξανά η θλιβερή εξαίρεση στην εθνική συστράτευση την οποία εισηγήθηκε μεν η κυβέρνηση, αλλά συμμερίστηκαν τόσο το ΚΙΝΑΛ όσο και η Ελληνική Λύση. Με άλλα λόγια, απέδειξε ότι αδυνατεί να υπερβεί τους μίζερους μικροϋπολογισμούς του. Ότι δεν αντέχει τις συναινέσεις και τις ενωτικές συμφωνίες. Και ότι είναι η μόνη παράταξη στον τόπο που μετατρέπει σε χαμένες ευκαιρίες τις ιδανικές συγκυρίες.
Δεν αιφνιδιάζομαι, αλλά λυπάμαι για την εξέλιξη. Ο Ελληνισμός μένει οικουμενικός ακριβώς γιατί διατηρεί ακατάλυτους τους δεσμούς του με την εθνική εστία. Και η συμμετοχή του στη δημόσια ζωή της χώρας αποτελεί πολύτιμη συνιστώσα της ίδιας της εξέλιξης της. Είναι λάθος, συνεπώς, με την αποκλειστική ευθύνη μιας πολιτικής δύναμης, η τεράστια συμβολή της παγκόσμιας ελληνικής ομογένειας να θυσιάζεται στο όνομα της εσωτερικής μικροκομματικής παθογένειας. Ιδίως, σε μία συγκυρία κρίσιμη για τα εθνικά θέματα, αλλά και για την συνολική ανάταξη της πατρίδας μας.
Ας είναι. Αφήνουμε πίσω την οπισθοδρόμηση, κοιτώντας μπροστά. Καθώς η Ελλάδα ξαναμπαίνει δυναμικά σε τροχιά ανάκαμψης, θέλει δίπλα της όλα τα παιδιά της. Και οφείλει να τα τιμά χωρίς διακρίσεις και τεχνητά εμπόδια. Γι΄αυτό, τώρα, ο αγώνας στρέφεται στην πλήρη εφαρμογή του υφιστάμενου νόμου, εξαντλώντας τις πολλές δυνατότητες που προσφέρει. Η κυβέρνηση θα κάνει το παν για την αξιοποίηση και τη διεύρυνσή τους. Ζητά, όμως, και την ανάλογη κινητοποίηση των συμπατριωτών μας του εξωτερικού. Ώστε ο τολμηρός δρόμος που άνοιξε και κάποιοι θέλησαν να υπονομεύσουν, να μετατραπεί, τελικά, σε μεγάλη εθνική λεωφόρο».