Στα βουνά γύρω από την Τραπεζούντα το κρύο έρχεται νωρίς και το ζεστό χοσάφι είναι πραγματικό… χρυσάφι για τα φθινοπωρινά βράδια.
Μια θρεπτική, φθινοπωρινή κομπόστα από ξηρά φρούτα-καμιά φορά, και κανένα μήλο-μαζί με αρωματικά που σερβιριζόταν μετά τα γεύματα. Και αν έμενε λίγο σιρόπι στο μπολ, το ρουφούσαν στα κλεφτά για να μείνει η γλύκα στο λαιμό.
Τα συστατικά είναι ξηρά φρούτα, γλυκά και ξινά Συνήθως, βερίκοκα, σύκα, δαμάσκηνα, σταφίδες, ό,τι είχαν ξηράνει όλη τη χρονιά από τα περιβόλια.
Σε ½ κιλό φρούτα αντιστοιχεί 250γρ κιλού ζάχαρη αλλά κάθε νοικοκυριά την έκανε όσο γλυκά ή όσο ξινούτσικη την αγαπούσε. Στα αρωματικά, απαραίτητα κανέλα, γαρύφαλλα, άλλες φορές λίγο μαύρο πιπέρι για να είναι καυτερή-ό,τι πρέπει για το λαιμό στα κρυολογήματα-και άλλες φορές, μοσχοκάρυδο.
Εννοείται ότι ανάλογα την παραγωγή συμπλήρωναν και φρέσκα κυδώνια, αχλάδια, κορόμηλα, ό,τι είχε κάθε μέρα το κελάρι.
Το σιρόπι, μάλιστα, ήταν φάρμακο για να ζεστάνει το λαιμό όχι μόνο από το κρύο αλλά και την βραχνάδα του φθινοπώρου.
«Χουσάφ’ εποίκες; Λελεύω σε ψόπο μ’ ντο νόστιμον εποίκες αυτό». «Έφτιαξες χοσάφι; Να σε χαρώ ψυχούλα μου πόσο νόστιμο το έκαμες». Έτσι κανάκευαν η μια την άλλη οι Πόντιες νοικοκυρές όταν έβγαινε το λαμπερό χοσάφι στα κεράσματα.