Όσοι και όσες εντάχθηκαν στην Αριστερά των αμφιθεάτρων μπορεί με τα χρόνια να κατέληξαν μέχρι και το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ ή το Ποτάμι, αλλά δύσκολα ψήφισαν τη Νέα Δημοκρατία στην κάλπη, ακόμη και όταν εύχονταν τη νίκη της.
Θυμάμαι μια έντονη συζήτηση με ένα φίλο πριν τις εκλογές του 2015, όταν μου έλεγε πόσο βαθιά επιθυμούσε να κερδίσει τις εκλογές η Νέα Δημοκρατία και να συνεχίσει το έργο της η Κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου, αλλά δεν του πήγαινε το χέρι να την ψηφίσει. Αν δεν με απατά η μνήμη μου είχε ψηφίσει ΔΗΜΑΡ το 2012, Ελιά στις ευρωεκλογές του 2014 και τελικά κατέληξε να ψηφίσει Ποτάμι το 2015. Όταν τον ρώτησα ποια είναι η διαφωνία του με τις πολιτικές που εφαρμόζει η Νέα Δημοκρατία μου απάντησε με φυσικότητα: «μα εμείς ποτέ δεν ψηφίζαμε Δεξιά.»
Είναι μια φράση που έχω ακούσει πολλές φορές. Αν πάμε να δούμε μία μια τις λέξεις της φράσης θα σταθούμε σίγουρα στο «εμείς». Ο πρώτος πληθυντικός πολύ συχνά εκφράζει οικογενειακή παράδοση. Αυτό άλλωστε ίσχυε στην περίπτωση του φίλου μου που ήταν γιος Μικρασιάτη πρόσφυγα και Κρητικιάς μητέρας. Αυτό το εμείς λοιπόν αφορούσε τις βενιζελικές πολιτικές ρίζες που κατέταξαν πατρική και μητρική σε μια πλευρά του πολιτικού φάσματος σε Εθνικό Διχασμό και Εμφύλιο. Όπως περίπου συνέβαινε με τον μπατζανάκη Αντώνη στο «Ας περιμένουν οι γυναίκες» του Σταύρου Τσιώλη.
Ο πρώτος πληθυντικός θα μπορούσε όμως να αφορά και στην ένταξη στις φοιτητικές παρατάξεις και στις νεολαίες των προηγούμενων δεκαετιών. Όσοι και όσες εντάχθηκαν στην Αριστερά των αμφιθεάτρων μπορεί με τα χρόνια να κατέληξαν μέχρι και το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ ή το Ποτάμι, αλλά δύσκολα ψήφισαν τη Νέα Δημοκρατία στην κάλπη, ακόμη και όταν εύχονταν τη νίκη της.
Ένα άλλο «εμείς» είναι πολύ συχνά επαγγελματικό. Οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι εργαζόμενοι στον πολιτισμό, η εργατική τάξη κ.α. έμαθαν επί χρόνια να θεωρούν τη Νέα Δημοκρατία εκπρόσωπο του κεφαλαίου, των εργοδοτών, των τσιφλικάδων, της κάθε είδους ελίτ, των τζακιών, του Βασιλιά ακόμη και των μεγάλων δυνάμεων (sic), που ήθελαν το κακό της χώρας. Στον αντίποδα το ΠΑΣΟΚ, τα δύο ΚΚΕ και οι διάδοχοί τους ήταν αυτοί που εξέφραζαν τα συμφέροντα του λαού. Και μάλιστα σε αυτές τις κατηγορίες πολιτών προκαλούσε τεράστια απορία πως ένα κόμμα της ελίτ ψηφιζόταν από 4 στους 10 Έλληνες.
Ας πάμε τώρα στο «ποτέ». Ο φίλος που ανέφερα στην αρχή, όταν λέει «ποτέ» αναφέρεται κυρίως στις υψηλές πτήσεις του κόμματος. Εννοεί ότι η οικογένειά του δεν ψήφισε τη Νέα Δημοκρατία του Κωνσταντίνου Καραμανλή όταν αποκατέστησε τη Δημοκρατία και εξέφρασε μεγάλο μέρος του προδικτατορικού κέντρου. Ούτε στις εκλογικές αναμετρήσεις του 1989 και του 1990 που η φιλελεύθερη Νέα Δημοκρατία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη ανέβαινε σε κάθε εκλογή λίγο ψηλότερα. Ούτε καν το 2004, όταν ο Κώστας Καραμανλής απευθύνθηκε στον μεσαίο χώρο ή την τελευταία δεκαετία όταν Σαμαράς, Μεϊμαράκης και Κυριάκος Μητσοτάκης εξέφρασαν τη φιλοευρωπαϊκή Ελλάδα.
Δεν ψήφισαν λοιπόν οι «εμείς» τη Νέα Δημοκρατία, όταν εκείνη προσαρμοζόμενη στις ανάγκες της εποχής εξέφρασε μεγαλύτερο μέρος του εκλογικού σώματος. Και αυτό είτε γιατί κάτι υπήρχε που τους απομάκρυνε από αυτήν είτε γιατί μια άλλη επιλογή τους εξέφραζε περισσότερο.
Στα 4 χρόνια θητείας της, όμως, η πολύχρωμη κυβέρνηση Μητσοτάκη απέδειξε ότι δεν χαρακτηρίζεται από ιδεολογικές αγκυλώσεις. Ο Πρωθυπουργός μίλησε ξανά και ξανά στους πολίτες εξηγώντας τις αποφάσεις του. Έτσι ο φίλος που άλλοτε μου εξηγούσε γιατί ο ίδιος και η οικογένειά του κινούνταν στις παρυφές, αλλά δεν έφταναν ποτέ να ρίξουν το ψηφοδέλτιο με τον πυρσό, άρχισε να τον ακούει κάθε διάγγελμα και κάθε συνέντευξη του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Συνειδητοποίησε πως τα τελευταία 15 χρόνια, εξελίχθηκε τόσο ο ίδιος, όσο και η Νέα Δημοκρατία, μέσα από τις περιπέτειες που πέρασε η χώρα. Συνέλαβε τον εαυτό του να διαφωνεί με τους πολιτικούς που επί χρόνια υπερψήφιζε και να συμφωνεί με αυτούς που απέφευγε να ακούσει. Έτσι κατέληξε: 1. Ότι τίποτε πλέον δεν τον χωρίζει με τη ΝΔ του 2023 και 2. Ότι απέχει πάρα πολύ από όλες τις άλλες επιλογές. Χρησιμοποίησε την ίδια φράση «Εμείς ποτέ δεν ψηφίζαμε Νέα Δημοκρατία» αλλά συμπλήρωσε «Ποτέ μέχρι σήμερα».
Δημήτρης Σ. Παπαγγελόπουλος Πηγή: Protagon.gr